Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Το σύνταγμα του νεοφιλελευθερισμού

Του Παναγιώτη Σωτήρη
Τεύχος 108, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2009
Κριτική στο βιβλίο ευαγγέλιο των νεοφιλελεύθερων(Φ.Α. Χάγιεκ, Το σύνταγμα της ελευθερίας, σσ. 731, Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη/Ίδρυμα Κ. Καραμανλή, 2008)

Εισαγωγή

Παρότι τα τελευταία χρόνια, και ιδίως μετά από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η ιδεολογική αίγλη του νεοφιλελευθερισμού έχει υποχωρήσει σημαντικά,(το άρθρο γράφτηκε το 2009, ενώ σήμερα είναι φανερό ότι ο νεοφιλελευθερισμός εισβάλει βίαια στην ΕΕ και ειδικά στην χώρα μας) εντούτοις ο πυρήνας των νεοφιλελεύθερων απόψεων όχι μόνο εξακολουθεί να αποτελεί τον συνεκτικό ιδεολογικό ιστό των κομμάτων εξουσίας (φιλελεύθερων, συντηρητικών ή σοσιαλδημοκρατικών) αλλά και να αποτελεί κυρίαρχο ρεύμα σε επίπεδο οικονομικής ή πολιτικής επιστήμης. Γι’ αυτό το ζήτημα της ενασχόλησης με τον πυρήνα των νεοφιλελεύθερων επιχειρημάτων εξακολουθεί να αποτελεί θεωρητική – αλλά και σε τελική ανάλυση πολιτική – προτεραιότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου του F.A. Hayek Το Σύνταγμα της Ελευθερίας προσφέρει...



στο αναγνωστικό κοινό μια από τις πιο συνεκτικές εκδοχές του νεοφιλελεύθερου προτάγματος και δίνει τη δυνατότητα κριτικής αντιπαράθεσης με τον πυρήνα της σχετικής επιχειρηματολογίας. Άλλωστε, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Χάγιεκ, ιδίως στα κείμενά του που αφορούν περισσότερο την πολιτική φιλοσοφία και λιγότερο την οικονομία, είναι ακριβώς ότι δεν περιορίζεται σε μια πρακτική ή εργαλειακή υπεράσπιση του νεοφιλελεύθερου προτάγματος, αλλά προσπαθεί να το θεμελιώσει πάνω σε ένα συνολικότερο φιλοσοφικό και ανθρωπολογικό επιχείρημα.

Μια απόπειρα συνολικής τοποθέτησης

Όταν ο Χάγιεκ γράφει αυτό το βιβλίο στα τέλη της δεκαετίας του 1950, βρίσκεται στο μέσο μιας μακράς σχετικά περιόδου όπου το έργο και οι απόψεις του θα είναι μάλλον περιθωριακές. Βέβαια, ήδη έχει προλάβει να έχει μια σημαντική παρουσία. Μαζί με τον φον Μίζες (von Mises) θα είναι οι δύο βασικοί κληρονόμοι του έργου του Καρλ Μένγκερ (C. Menger) και κατ’ επέκταση βασικοί εκφραστές αυτού που ονομάστηκε νεοαυστριακή οικονομική σχολή.1 Ταυτόχρονα, ανήκει ήδη από τη δεκαετία του 1930 στη μικρή εκείνη ομάδα διανοουμένων που θα ορίζουν ως βασικό αντίπαλο τη ροπή τόσο της φιλελεύθερης Δεξιάς όσο και της σοσιαλιστικής Αριστεράς προς τον «κολεκτιβισμό» (Dixon 2000: 19). Θα έχει προλάβει, ακόμη, να βγάλει το 1944 το βιβλίο του The Road to Serfdom (Hayek 2001), ένα μεγάλο μανιφέστο ενάντια στην τάση για επέκταση της κυβερνητικής παρέμβασης και τους κινδύνους «ολοκληρωτισμού» που αυτή εμπεριείχε, να πρωτοστατήσει στην ίδρυση το 1947 της εταιρείας Mont-Pelerin που θα αποτελέσει ένα από τα βασικά think-tank του μετέπειτα νεοφιλελεύθερου ρεύματος (Dixon 2000: 34-41), επίσης, να έχει μετατρέψει, μαζί με τον αρχικά προστατευόμενό του Milton Friedman, τη Σχολή Οικονομικών του Πανεπιστήμιου του Σικάγο σε βασικό εκκολαπτήριο μελλοντικών νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων αλλά και πολιτικών στελεχών.2

Βασική επιδίωξη του Χάγιεκ είναι να παρουσιάσει σε αυτό το βιβλίο, με τρόπο συστηματικό και αναλυτικό (πρόκειται άλλωστε για ένα ιδιαίτερα ογκώδες βιβλίο) αυτό που ορίζει ως «φιλοσοφία της ελευθερίας» (Χάγιεκ 2008: 42), δηλαδή το σύνολο των προϋποθέσεων και βασικών κατευθύνσεων ενός αυθεντικά φιλελεύθερου πολιτικού προτάγματος.

Ο εκ νέου ορισμός της ελευθερίας

Καθόλου τυχαίο δεν είναι που ο Χάγιεκ ξεκινά με έναν ορισμό της ελευθερίας. Έχοντας επίγνωση ότι το νόημα της ελευθερίας ή/και της χειραφέτησης πήρε διάφορες σημασίες μέσα στον 20ό αιώνα, ιδίως από όσους όρισαν ως ελευθερία τη χειραφέτηση από συγκεκριμένες υλικές συνθήκες, σπεύδει να περιορίσει την ελευθερία αποκλειστικά στην απουσία εξαναγκασμού ανθρώπου από άλλους ανθρώπους (Χάγιεκ 2008: 53). O Χάγιεκ αντιτίθεται σε οποιοδήποτε θετικό ορισμό της ελευθερίας ως «δυνατότητας να…», θεωρώντας ότι αυτό οδηγεί αναγκαστικά στη συλλογική εξουσία επί των συνθηκών και στον ολοκληρωτισμό. Σημειώνουμε εδώ ότι ο Χάγιεκ επιμένει συστηματικά να ορίζει τον εξαναγκασμό (ή τον περιορισμό της ελευθερίας) πάντα σε επίπεδο ατόμου: τόσο ατόμων που εξαναγκάζουν όσο και ατόμων που εξαναγκάζονται.

Τι γίνεται, όμως, με τον εξαναγκασμό όχι από συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά απρόσωπα από το κράτος; Εδώ ο Χάγιεκ σπεύδει να τονίσει ότι στο βαθμό που θα υπάρχουν σαφείς εγγυήσεις για τον περιορισμό της παρέμβασης του κράτους σε εκ των προτέρων γνωστές ιδιωτικές σφαίρες δραστηριοτήτων και στο βαθμό που είναι ένας απρόσωπος εξαναγκασμός ο οποίος θα αποτελεί ουσιαστικά εκ των προτέρων γνωστή συνθήκη για τη δράση των ατόμων και όχι αυθαίρετη επιβολή, τότε παύει να είναι απειλή για την ελευθερία και γίνεται «εργαλείο που βοηθά τα άτομα να επιδιώξουν τους δικούς τους σκοπούς» (Χάγιεκ 2008: 65).

Η ανθρωπολογία του Χάγιεκ

Ο Χάγιεκ επιχειρεί συστηματικά να θεμελιώσει τις τοποθετήσεις του πάνω σε ένα ολόκληρο επιχείρημα που διατυπώνεται με όρους φιλοσοφικής ανθρωπολογίας και το οποίο συνδυάζει διαφορετικές θεωρητικές παραδόσεις και αναφορές.

Από τη μια, ανανεώνει μια θεωρητική θέση η οποία ήταν κεφαλαιώδης για τη διαμόρφωση του φιλελεύθερου κοσμοειδώλου, ήδη από την αγγλική φιλοσοφία του 18ου αιώνα. Αυτή είναι η έμφαση στις μη ηθελημένες θετικές επιπτώσεις που έχουν οι ατομικές δράσεις, όπως διατυπώθηκε τόσο στον περίφημο Μύθο για τις Μέλισσες του Μάντεβιλ, όπου και η αναφορά σε ιδιωτικά ελαττώματα που μπορούν να μετατραπούν σε δημόσια οφέλη (Μαντεβίλ 2008[1724]∙ Δρόσος 2008: 477-486), αλλά και στη γνωστή διατύπωση του Άνταμ Σμιθ για τη αόρατη χείρα της αγοράς (Smith 1776). Από την άλλη, στηρίζεται σε ένα εξελικτικό κοσμοείδωλο σύμφωνα με το οποίο η κοινωνική εξέλιξη προκύπτει μέσα από μια λίγο πολύ αυθόρμητη ανάδυση κοινωνικών μορφών, οι οποίες υπόκεινται σε μια ιδιότυπη διαδικασία επιλογής, ανταγωνιστική στον πυρήνα της, η οποία αποφαίνεται για το ποιες μπορούν να διατηρηθούν και να αποτελέσουν κομμάτι της κοινωνικής πραγματικότητας.3

Η θεμελιώδης άποψη του Χάγιεκ είναι ότι ως άτομα δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε πλήρη γνώση της πραγματικότητας και ιδίως της κοινωνικής, της λειτουργίας του πολιτισμού, όπου η άγνοια είναι «αναπόφευκτη» (Χάγιεκ 2008: 66). Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν γνώσεις. Επομένως υπάρχουν μόνο επιμέρους γνώσεις, μέσω των ατόμων που είναι φορείς τους (στο σχήμα του Χάγιεκ δεν έχει θέση μια έννοια «συλλογικής γνώσης της κοινωνίας»), και επωφελούμαστε από αυτές μέσα στην κοινωνία. Για τον Χάγιεκ η εξέλιξη του πολιτισμού στηρίζεται στην ικανότητά μας να επωφελούμαστε από γνώσεις που υπάρχουν «μόνο διασκορπισμένες ως χωριστές, μερικές και ενίοτε αντιφατικές πεποιθήσεις όλων των ανθρώπων» (Χάγιεκ 2008: 69). Είναι εντός αυτού του ανθρωπολογικού και γνωσιολογικού πλαισίου που καθίσταται η ατομική ελευθερία αναγκαία συνθήκη. Εφόσον δεν μπορούμε να έχουμε εκ των προτέρων πλήρη γνώση ούτε των αφετηριών ούτε των πιθανών καταλήξεων, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να αφήσουμε ελεύθερο το μέγιστο βαθμό ατομικών πρακτικών, έτσι ώστε να ενεργοποιηθούν διαδικασίες αυθόρμητης ανάδυσης μορφών, πρακτικών και γνώσεων. Η «ελευθερία είναι ουσιώδης ακριβώς για να αφήνουμε χώρο στο απρόβλεπτο» (Χάγιεκ 2008: 75). Αντίστοιχα, η αύξηση των δυνατοτήτων κυβερνητικής παρέμβασης απειλεί να αναιρέσει αυτή τη διαδικασία και «οι σκόπιμα οργανωμένες δυνάμεις της κοινωνίας να καταστρέψουν εκείνες ακριβώς τις αυθόρμητες δυνάμεις που κατέστησαν την πρόοδο εφικτή» (Χάγιεκ 2008: 86). Σε αυτό το πλαίσιο ήδη από τη δεκαετία του 1940 είχε διατυπώσει τη θέση πως ακριβώς λόγω της περιπλοκότητας και της συνθετότητας που έχουν οι μηχανισμοί της κοινωνικής εξέλιξης δεν υπάρχει επαρκής γνώση για πλήρη προγραμματισμό και επομένως τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με το μηχανισμό των τιμών σε συνθήκες ανταγωνισμού (Hayek 2001 [1944]: 52).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που ο Χάγιεκ ορίζει την ατομική ελευθερία στο φόντο της νεότερης πολιτικής φιλοσοφίας, καθώς προτείνει μια διάκριση ανάμεσα στη «βρετανική» και τη «γαλλική» παράδοση της ελευθερίας:

«Η πρώτη στηρίζεται σε μια ερμηνεία παραδόσεων και θεσμών που είχαν αναπτυχθεί αυθόρμητα χωρίς να είναι πλήρως κατανοητοί από τους ανθρώπους, ενώ η δεύτερη στοχεύει στην οικοδόμηση μιας ουτοπίας, η οποία συχνά είχε επιχειρηθεί αλλά ποτέ με επιτυχία» (Χάγιεκ 2008: 105).

Ο Χάγιεκ αντιτίθεται σθεναρά στην τάση να ανάγεται ο σύγχρονος φιλελευθερισμός εξίσου στην αγγλοσαξωνική παράδοση και στη γαλλική παράδοση του διαφωτισμού, θεωρώντας ότι στοχαστές όπως ο Χιουμ, ο Σμιθ ή ο Άνταμ Φέργιουσον ρητά τάχθηκαν «εναντίον της καρτεσιανής ιδέας μιας ανθρώπινης λογικής που υπάρχει ανεξάρτητα και εκ των προτέρων [..] καθώς και εναντίον της αντίληψης ότι η πολιτική κοινωνία σχηματίστηκε εξαρχής από κάποιο σοφό νομοθέτη ή από ένα αρχικό “κοινωνικό συμβόλαιο”» (Χάγιεκ 2008: 109).

Αυτός ο συνδυασμός ανάμεσα σε μια εμπειριστική και ατομοκεντρική ανάγνωση του κλασικού φιλελευθερισμού και την υποβάθμιση των κλασικών θεωριών του κοινωνικού συμβολαίου, οδηγεί τον Χάγιεκ σε μια, θεμελιωμένη στη βιολογική εξέλιξη, άρνηση οποιασδήποτε θεωρίας ανθρωπίνου σχεδιασμού των κοινωνικών μορφών. Απέναντι σε όλες τις παραλλαγές των θεωριών του σχεδιασμού (θείου ή ανθρώπινου) ο Χάγιεκ αντιτάσσει μια θεωρία της «ανάδειξης (emergence) της τάξης ως το αποτέλεσμα μιας προσαρμοστικής εξέλιξης» (Χάγιεκ 2008: 111).

Το παράδοξο είναι ότι ο Χάγιεκ σπεύδει να προσθέσει σε αυτή την αντίληψη μιας διαρκούς εξελικτικής προόδου και μια ιδιαίτερα συντηρητική αντίληψη της παράδοσης. Για τον Χάγιεκ εφόσον δεν μπορούμε να έχουμε ποτέ πλήρη επίγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας και έχουμε πάντοτε ένα δεδομένο βαθμό άγνοιας, δεν μπορούμε και να απορρίψουμε ποτέ ολοκληρωτικά κάτι ως «πρόληψη», όπως ήταν η τάση του Γαλλικού Διαφωτισμού. Για τον Χάγιεκ αυτή η «διαφωτιστική» στάση αντανακλά μια ορθολογική ουτοπία περί της πλήρους γνώσης του τι είναι καλό και τι κακό. Αντίθετα, υποστηρίζει, παραδομένοι ηθικοί κανόνες αποτελούν αναγκαίο στοιχείο «για την τάξη που χαρακτηρίζει τον κόσμο στον οποίο ζούμε» (Χάγιεκ 2008: 115) και δεν μπορούμε ποτέ να στοχεύουμε στο να τους «αναδιοργανώσουμε συνολικά» (Χάγιεκ 2008: 117), αλλά πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε ως πλευρές ενός οργανικού συνόλου που εξελίσσεται τμηματικά και ποτέ ολοκληρωτικά. Με αυτό τον τρόπο ο Χάγιεκ την ίδια στιγμή που φαινομενικά υπερασπίζεται μια εκδοχή ανοιχτού ιστορικού ορίζοντα (μια διαρκή ανάδυση νέων μορφών) στην πραγματικότητα σπεύδει όχι μόνο να καθαγιάσει το κοινωνικά υπάρχον (ό,τι υπάρχει είναι οργανικό αποτέλεσμα μιας εξελικτικής πορείας, άρα αποτελεσματικό και χρήσιμο), αλλά και να αρνηθεί προκαταβολικά οποιαδήποτε εκδοχή συνολικής κοινωνικής μεταρρύθμισης ή αλλαγής.4 Και όχι μόνο αυτό, αλλά, ενώ απορρίπτει θεωρητικά μια κανονιστική αντίληψη της κοινωνίας, σπεύδει να προσδώσει στα αποτελέσματα της εξελικτικής διαδικασίας κανονιστική διάσταση. Όπως παρατηρεί ο Σ. Ιωαννίδης, για τον Χάγιεκ το «σύστημα των κανόνων συμπεριφοράς που οδήγησε στην εμφάνιση της “τάξης της αγοράς” αποκτά έναν κανονιστικά θετικό χαρακτήρα» (Ιωαννίδης 1994: 52).

Αργότερα ο Χάγιεκ θα μιλήσει για μια «κατασκευαστική πλάνη» (constructivist fallacy) (Hayek 1982 (v.1): 24-25) που απορρίπτει άκριτα τους νόμους και θεσμούς που έχουν αυθόρμητα αναδυθεί προς όφελος νόμων που να είναι πλήρως επικυρωμένοι με τρόπο ορθολογιστικό. Θεωρεί ότι είναι αποτέλεσμα μιας «ανθρωπομορφικής γλώσσας» (Hayek 1982 (v.1): 26) που μας κάνει να αντιμετωπίζουμε την κοινωνία ως κάτι που μπορεί συνειδητά να κατευθυνθεί προς μια κατεύθυνση. Απέναντι σε αυτό ο Χάγιεκ θα προτείνει τη διάκριση ανάμεσα σε κόσμο,5 που αναφέρεται στην αυθόρμητη τάξη που αναδύεται μέσα στην κοινωνία, και σε τάξη,6 που αναφέρεται σε κοινωνικές μορφές που είναι αποτέλεσμα συνειδητού σχεδιασμού. Για τον Χάγιεκ είναι προφανές ότι παρ’ όλους τους περιορισμούς που θέτουν στον έλεγχό μας οι κόσμοι είναι προτιμητέοι, εφόσον συμπυκνώνουν μια εξελικτική διαδικασία. Παρότι οι δύο μορφές κοινωνικής τάξης συνυπάρχουν, κατά τον Χάγιεκ δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσουμε πλήρως την αυθορμήτως αναδυόμενη τάξη με μια συνειδητή κοινωνική οργάνωση, ακριβώς γιατί σε μια τέτοια προσπάθεια θα χάναμε μεγάλο μέρος από τη γνώση που είναι διασκορπισμένη στα άτομα και τους εξατομικευμένους σκοπούς τους, γνώση την οποία δεν μπορεί ποτέ να κατέχει εκ των προτέρων κάποια διοικούσα αρχή. Απέναντι σε αυτό οι κανόνες συμπεριφοράς (ο πυρήνας του νόμου) δεν είναι τίποτε άλλο από τρόπους να διαχειριζόμαστε τη θεμελιώδη άγνοιά μας, και γι’ αυτό δεν μπορούν παρά να είναι κυρίως κανόνες αποτροπής άδικων πράξεων, κανόνες δηλαδή που ορίζουν ποιες πρακτικές είναι επιτρεπτές. Με αυτό τον τρόπο μια στενά φιλελεύθερη αντίληψη του νόμου ως απλής οριοθέτησης της ελεύθερης δράσης των ατόμων και ως απαγόρευσης παρέμβασης στο χώρο της οικονομίας, θεμελιώνεται σε μια ιδιότυπη εκδοχή κοινωνικής οντολογίας.

Η ηθική του καταναγκαστικού ατομικισμού

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος που ο Χάγιεκ προσπαθεί να διασώσει μια ορισμένη έννοια ηθικότητας σε ένα θεωρητικό σχήμα που ανάγει την κατά το δυνατό ανεξέλεγκτη ατομική δράση σε θεμέλιο της κοινωνικής εξέλιξης. Ο Χάγιεκ έχει επίγνωση ότι μια τέτοια ηθική πρόταση δεν μπορεί να είναι μια προσταγή να κάνουν οι άνθρωποι το καλό, ούτε μια αντίληψη ότι η ελευθερία σημαίνει ελευθερία να κάνουμε το καλό, καθώς επίσης «σημαίνει ευκαιρία να κάνει κανείς κακό» (Χάγιεκ 2008: 139), πόσο μάλλον που μια τέτοια αντίληψη της ηθικής θα δικαίωνε όσους επιμένουν στη δυνατότητα καθοδήγησης ή σχεδιασμού της ιστορικής εξέλιξης στη βάση συγκεκριμένων αξιών. Αντίθετα, ο Χάγιεκ ορίζει την ηθική με τη στενότερη έννοια της ηθικής ευθύνης, όπου ως ευθύνη δεν θεωρεί την προσαρμογή σε αξίες, αλλά την πλήρη επίγνωση των αιτίων και των συνεπειών των πράξεων του ατόμου. Γι’ αυτό και είναι πάντοτε ευθύνη ατομική (Χάγιεκ 2008: 143). Για τον Χάγιεκ δεν μπορεί να υπάρχει οποιαδήποτε έννοια κοινωνικής ευθύνης ή αλληλεγγύης, πέραν του πολύ στενού κύκλου των οικείων μας καθώς «δεν μπορούμε να καταστήσουμε οδηγό της καθημερινής μας δράσης την αφηρημένη γνώση των αριθμών των ανθρώπων που υποφέρουν» (Χάγιεκ 2008: 144).

Σε αυτό το πλαίσιο, από τον Χάγιεκ απορρίπτεται οποιαδήποτε διεκδίκηση ισότητας ως προς τους υλικούς όρους ύπαρξης, πέραν της ισότητας ενώπιον του νόμου. Η διεκδίκηση αυτή αναγκαστικά θα οδηγούσε στην εξαναγκαστική δράση του κράτους προς επίτευξη του στόχου της ισότητας. Μάλιστα θεωρεί ότι αυτό που συνήθως παρουσιάζεται ως αίτημα κοινωνικής ισότητας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο φθόνος έναντι της επιτυχίας των άλλων (Χάγιεκ 2008: 156). Ευρύτερα για τον Χάγιεκ το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εκδοχή μεμψιμοιρίας όσων είδαν την κοινωνική τους θέση να υποβαθμίζεται απέναντι σε όσους επιτυγχάνουν (Hayek 1982 (v.2): 93). Αντίστοιχα, θεωρεί ότι δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να θεμελιωθεί ένα συλλογικό δικαίωμα πάνω στον πλούτο μιας κοινωνίας, παρά μόνο ατομικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία θεμελιωμένο πάνω στην προσωπική αξία και τίποτε άλλο. Και, όπως θα δούμε, είναι σε αυτή τη βάση που αρνείται και οποιαδήποτε εκδοχή αναδιανομής εισοδήματος. Σημειώνουμε εδώ ότι για τον Χάγιεκ η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας είναι η «πιο σημαντική εγγύηση της ελευθερίας» (Hayek 2001[1944]: 108) εφόσον – κατά τη γνώμη του – ο κατακερματισμός της ατομικής ιδιοκτησίας δεν επιτρέπει ούτε μονοπώληση της εξουσίας.

Αυτή την άρνηση κάθε συλλογικού δικαιώματος πάνω στον κοινωνικό πλούτο ή τον πολιτισμό (ακόμη και με τον τρόπο που αυτά διατυπώνονται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ!), ο Χάγιεκ θα τη θεμελιώσει πάνω στη θέση ότι η αντίληψη ότι κάθε άνθρωπος δικαιούται μερίδιο του πλούτου ή μόρφωση ισοδυναμεί με την ολοκληρωτική απαίτηση να δούμε την κοινωνία ως μια ενιαία και συνειδητά διαμορφωμένη οργάνωση, απαίτηση που έρχεται σε σύγκρουση με τη θεμελιώδη απαίτηση ατομικής ελευθερίας και ευθύνης (Hayek 1982 (v.2): 104).

Η άρνηση της δημοκρατικής αρχής

Η όλη τοποθέτηση του Χάγιεκ είναι δεδομένο ότι βάζει συγκεκριμένα όρια στη δυνατότητα της πολιτικής δράσης. Με αυτό τον τρόπο πρέπει να αντιμετωπίσει και το άλλο νήμα μέσα στην ιστορία της νεωτερικής πολιτικής σκέψης που αφορά την ανάδυση της «δημοκρατικής αρχής», στις διάφορες παραλλαγές της.

Ο Χάγιεκ προσφέρει ικανά επιχειρήματα ως προς το βαθιά αντιδημοκρατικό χαρακτήρα που μπορεί να έχει ο φιλελευθερισμός. Για τον Χάγιεκ ο φιλελευθερισμός αφορά αυτό που λέει ο Νόμος, ενώ η δημοκρατία μόνο τη διαδικασία ορισμού του νόμου. Κατά συνέπεια δεν θεωρεί αυτονόητο ότι «κάθε συνθήκη που δημιουργεί η δημοκρατία είναι εξ ορισμού μια συνθήκη ελευθερίας» (Χάγιεκ 2008: 170), ούτε πιστεύει ότι «κάθε πιθανή επέκταση [της δημοκρατίας] είναι κέρδος» ( Χάγιεκ 2008: 171). Για τον Χάγιεκ στο βαθμό που δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική εξέλιξη άλλη από αυτή που αυθόρμητα αναδύεται μέσα από τις απελευθερωμένες ατομικές επιλογές, εξ ορισμού κάθε προσπάθεια να προταχθεί το κριτήριο της πλειοψηφίας ισοδυναμεί με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι κάποιος (εν προκειμένω η πλειοψηφία) μπορεί να έχει τη γνώση του ποια μπορεί να είναι η βέλτιστη κοινωνική εξέλιξη. Αυτή η βαθιά αντιδημοκρατική εκδοχή φιλελευθερισμού αποτυπώνεται και στην απόρριψη της έννοιας της λαϊκής κυριαρχίας στο βαθμό που μπορεί να είναι «δικαιολόγηση μιας νέας αυθαίρετης εξουσίας» (Χάγιεκ 2008: 173). Με αυτό τον τρόπο ο Χάγιεκ αποκαλύπτει ότι σε πείσμα μιας ορισμένης τοποθέτησης για την αυτονόητη σύνδεση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, ο πυρήνας του φιλελεύθερου επιχειρήματος είναι ιδιαίτερα αντι-δημοκρατικός και ορίζεται ως μια εχθρότητα προς την εισβολή των μαζών στο προσκήνιο και τη διεκδίκηση από τη μεριά τους καθοριστικού ρόλου στην κατεύθυνση των κοινωνικών πραγμάτων. Και αυτό τον ορίζει αντιθετικά όχι μόνο απέναντι στο μαρξισμό, αλλά και απέναντι σε μια ολόκληρη παράδοση μέσα στην πολιτική φιλοσοφία που ορίζει την καταλυτική παρουσία των μαζών, του δημοκρατικού «πλήθους», ως το αναγκαστικό υλικό υπόβαθρο των νεότερων πολιτικών μορφών, παράδοση που μπορούμε να εντοπίσουμε τόσο στο Σπινόζα (Σπινόζα 1996), όσο και στην έννοια της «γενικής βούλησης» στο Ρουσσώ (Ρουσσώ 2004), στην παραδοχή του αναπόδραστου των δημοκρατικών μορφών στον Τοκβίλ (Τοκβίλ 2008), ή ευρύτερα αυτό που ο Τόνι Νέγκρι έχει ορίσει ως την «συντάσσουσα εξουσία» (Negri 1999), που είναι το θεμέλιο των σύγχρονων κρατών.

Όπως παρατηρεί και ο Perry Anderson (2005: 16) για τον Χάγιεκ ένα αυταρχικό καθεστώς που θα κατέστειλε τη λαϊκή κυριαρχία αλλά θα σεβόταν την κυριαρχία του νόμου θα ήταν προτιμότερο από ένα δημοκρατικό καθεστώς το οποίο θα υπέκυπτε στον πειρασμό του εκτεταμένου παρεμβατισμού και της αναδιανομής εισοδήματος.

Σε επόμενα κείμενά του7 ο Χάγιεκ θα επεκτείνει αυτή την τοποθέτηση διατυπώνοντας την εκτίμηση ότι υπάρχει μια κατάχρηση του δικαιώματος θέσπισης νόμων από τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και ότι το κυριότερο μειονέκτημα της κυρίαρχης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι η απεριόριστη εξουσία που έχει η εκάστοτε πλειοψηφία. Γι’ αυτό τον λόγο και αντιδιαστέλλει τον περιορισμό της κυβέρνησης στη βάση του νόμου από τον δημοκρατικό έλεγχο των κυβερνήσεων, τον οποίο και απορρίπτει (Hayek 1982 (v.3): 26). Σε αυτό το πλαίσιο προκρίνει μια αντίληψη δημοκρατίας όπου τα περιθώρια λαϊκής κυριαρχίας και άσκησης πολιτικής από τη δημοκρατική πλειοψηφία θα είναι εκ προοιμίου περιορισμένα στη βάση θεμελιωδών κανόνων νόμου (που θα καθιστούν απρόσβλητη από παρεμβάσεις και μορφές αναδιανομής την ατομική – πρωτίστως οικονομική – ελευθερία). Προτείνει μάλιστα να ονομαστεί όχι δημοκρατία (democracy) αλλά δημαρχία (demarchy) (Hayek 1982 (v.3): 40).

Αυτή η βαθιά αντιδημοκρατική τοποθέτηση του Χάγιεκ στηρίζεται και σε μια ακραία απαξιωτική τοποθέτηση έναντι της μισθωτής πλειοψηφίας στους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, που αγγίζει τα όρια του κοινωνικού ρατσισμού. Για τον Χάγιεκ οι μισθωτοί δεν έχουν το ίδιο «άμεσο ενδιαφέρον» (Χάγιεκ 2008: 190) για την ελευθερία που έχουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρηματίες, δεν αποδίδουν την ίδια σημασία στην πρωτοβουλία και την επινοητικότητα, αλλά με την πλειοψηφική τους παρουσία στο εκλογικό σώμα επιβάλλουν τις δικές τους απόψεις πάνω σε θέματα όπως η κοινωνική ασφάλιση ή η οικονομική πολιτική. Σε γενικές γραμμές οι μισθωτοί αντιμετωπίζονται ως φορείς ενός πνεύματος αντίθετου με την κοινωνική πρόοδο. Αντίθετα, για τον Χάγιεκ είναι σημαντικό να υπάρχουν πλούσια μέλη της κοινωνίας, με σημαντική οικονομική ανεξαρτησία, γιατί αυτά θα παίξουν ρόλο στην πρόοδο των γραμμάτων, των τεχνών, των ιδεών. Διεκτραγωδεί, μάλιστα, την απουσία μιας τέτοιας οικονομικής και πνευματικής ελίτ στη σύγχρονή του κοινωνική πραγματικότητα.

Ελευθερία και εξαναγκασμός

Ένα από τα κρίσιμα σημεία της επιχειρηματολογίας του Χάγιεκ είναι ο ορισμός της ελευθερίας ως απουσίας εξαναγκασμού. Γύρω από αυτό τον ορισμό μπορεί από τη μια να απορρίψει ως εξαναγκασμό όλες τις μορφές κρατικής ή κοινωνικής παρέμβασης που θα έβαζαν φραγμό στην ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα και από την άλλη να θεωρήσει ότι δεν αποτελούν καταναγκασμό όλες οι νομικές μορφές που θεσμοποιούν την ελευθερία της καπιταλιστικής συσσώρευσης και εκμετάλλευσης. Για τον Χάγιεκ ο εξαναγκασμός είναι «έλεγχος που ασκεί κάποιος επί των αναγκαίων δεδομένων της δράσης ενός άλλου ατόμου» (Χάγιεκ 2008: 215) και αποτρέπεται μόνο με τη σαφή θέσπιση μιας ιδιωτικής σφαίρας, κομβική πλευρά της οποίας είναι η ατομική ιδιοκτησία.

Αυτή η βασική πλευρά του εξαναγκασμού ως περιορισμού που εκπορεύεται από τη βούληση του προσώπου, ατομικού ή συλλογικού, διακρίνεται κατά τον Χάγιεκ από το νόμο, για τον οποίο υποστηρίζει ότι δεν είναι εξαναγκασμός, ακριβώς γιατί οι περιορισμοί που θέτει διατυπώνονταν «εν αγνοία της συγκεκριμένης περίστασης» (Χάγιεκ 2008: 233). Ο Χάγιεκ συνδέει τόσο την αναγκαιότητα του νόμου, όσο και την υπεράσπιση της ελευθερίας με το όλο του σχήμα για το πώς αναδύονται αυθόρμητα κοινωνικές μορφές, μέσα από την αλληλεπίδραση των ατόμων, σε συνθήκες που δεν είναι ποτέ πλήρως γνωστές σε όλους και όπου δεν μπορεί κανείς εκ των προτέρων να προσχεδιάσει πλήρως μια αναδυόμενη τάξη πραγμάτων. Για τον Χάγιεκ «το καθήκον του νομοθέτη δεν είναι να οργανώσει μια συγκεκριμένη τάξη, αλλά απλώς να δημιουργήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί αν εγκαθιδρυθεί μια διευθέτηση που θα χαρακτηρίζεται από τάξη και θα ανανεώνεται συνεχώς αφ’ εαυτής» (Χάγιεκ 2008: 243), κάτι που σημαίνει ένα νόμο περιοριστικό ως προς τις παρεμβάσεις στην οικονομική ζωή και ιδιαιτέρως αυστηρό ως προς την «ελευθερία» της.

Σε αυτό το πλαίσιο ο Χάγιεκ επιστρέφει στον ορισμό του νόμου από τον Λοκ ως εκείνου του μόνιμου κανόνα, η ισχύς του οποίου θα είναι εκ των προτέρων γνωστή, θα αποτελεί ένα σταθερό δεδομένο και όχι αυθαίρετη επιλογή και άρα δεν θα περιορίζει την ελευθερία αλλά την αυθαίρετη εξουσία. Αυτό σημαίνει για τον Χάγιεκ το ιστορικό αίτημα για την κυριαρχία των νόμων (γενικών και αφηρημένων κανόνων) και όχι των ανθρώπων («αυθαίρετες» αποφάσεις της κυβέρνησης). Βέβαια ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να εντοπίσει την κρίσιμη αντίφαση στην ανάλυση του Χάγιεκ. Από τη μια υποστηρίζει ως βασικό στοιχείο του ορθού νόμου το γενικό κι αφηρημένο χαρακτήρα του, που θα ισχύει ούτως ή άλλως και θα είναι εκ των προτέρων γνωστός στους φορείς δράσης, δηλαδή έχουμε ένα καθαρά φορμαλιστικό κριτήριο. Από την άλλη, σπεύδει, σε διάφορα σημεία, να τονίσει ότι ο νόμος θα πρέπει να έχει και όρια περιεχομένου ως προς τη δράση του, π.χ. να μην περιορίζει την οικονομική ελευθερία, κάτι που παραπέμπει σε ένα κριτήριο όχι φορμαλιστικό αλλά περιεχομένου. Για παράδειγμα τι θα γινόταν εάν με έναν εξίσου γενικό και φορμαλιστικό τρόπο επιβαλλόταν ως πάγιο σύστημα η ισχυρή φορολογία και η αναδιανομή εισοδήματος; Γιατί να μην καταταχθεί και αυτή η γενική κι αφηρημένη αρχή στα όρια του «rule of law» και όχι στα όρια της αυθαίρετης παρέμβασης; Αντίθετα, ο Χάγιεκ διαρκώς ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια φορμαλιστική και μια κανονιστική σύλληψη του νόμου, με αποτέλεσμα η ελευθερία άλλοτε να είναι η δυνατότητα δράσης από εκεί που σταματά η παρέμβαση του νόμου και άλλοτε, ιδίως ως ιδιωτική οικονομική ελευθερία, ένα απαράβατο και αναπαλλοτρίωτο κοινωνικό δεδομένο. Σε αυτό το πλαίσιο ο Χάγιεκ θεωρεί ότι ενώ οι απαρχές του βρετανικού φιλελευθερισμού αντιστοιχούσαν σε αυτή τη σύλληψη της ελευθερίας, σταδιακά, υπήρξε μετατόπιση προς τη ριζοσπαστική ορθολογική παράδοση της γαλλικής επανάστασης αποδίδοντας την τομή στους ωφελιμιστές όπως ο Μπένθαμ (Χάγιεκ 2008: 261).

Αντίθετα, πολύ θετικότερη θεωρεί την αμερικανική παράδοση καθώς στο αμερικανικό σύνταγμα βρίσκει ένα πρότυπο θεμελιώδους νόμου το οποίο περιορίζει εκ των προτέρων τη νομοθετική δυνατότητα των αντιπροσωπευτικών θεσμών, ιδίως από τη στιγμή που το Ανώτατο Δικαστήριο αναλαμβάνει την ευθύνη της κρίσης επί της συνταγματικότητας των νόμων. Σε αυτό τον συνδυασμό ανάμεσα στην ύπαρξη συντάγματος με αυξημένη ισχύ ως θεμελιώδους νόμου και ενός ανεξάρτητου (και απρόσβλητου από τη λαϊκή βούληση) οργάνου με αρμοδιότητα επί της συνταγματικότητας των νόμων, ο Χάγιεκ θεωρεί ότι μπορεί να βρεθεί η λύση για τον αναγκαίο περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας. Άλλωστε, η βασική κριτική του Χάγιεκ στη Γαλλική Επανάσταση είναι πως «[τ]ο γεγονός ότι το ιδανικό της λαϊκής κυριαρχίας επικρατούσε ταυτόχρονα με το ιδανικό της αρχής του νόμου έκανε το τελευταίο να υποχωρήσει ταχέως στο παρασκήνιο» (Χάγιεκ 2008: 286).

Αλλά και αυτό δεν φαίνεται αρκετό για τον Χάγιεκ. Στο πλαίσιο της αντιφατικής ταλάντευσης ανάμεσα σε μια φορμαλιστική και μια κανονιστική σύλληψη του νόμου, σπεύδει να τονίσει ότι ακόμη και αυτή η εμμονή σε μια συνταγματική διακυβέρνηση (ύπαρξη θεμελιωδών νόμων που εκ των προτέρων περιορίζουν τα όρια θέσπισης νόμων) δεν αρκεί. Χρειάζεται και αυτοί οι θεμελιώδεις νόμοι να εμπνέονται από συγκεκριμένες αρχές. Σε αυτό το πλαίσιο ο Χάγιεκ προσπαθεί να συνδυάσει αρχές περιεχομένου, όπως είναι το αναπαλλοτρίωτο της ιδιωτικής σφαίρας, με φορμαλιστικούς κανόνες όπως είναι η γενικότητα, η καθολικότητα, η ισότητα και η σαφήνεια σε ένα επιχείρημα που φαντάζει κάπως κυκλικό, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να ανεχτεί το ενδεχόμενο να ορίζεται ο περιορισμός της ατομικής οικονομικής ελευθερίας με όρους γενικού, καθολικού και εκ των προτέρων γνωστού νόμου.

Για να τεκμηριώσει την ύπαρξη απαράγραπτων αρχών που υπερβαίνουν τη δράση του οποιουδήποτε νομοθέτη ο Χάγιεκ επιστρέφει στην παράδοση του φυσικού δικαίου και την αντίληψη ότι «υπάρχουν κανόνες τους οποίους δεν έχει διαμορφώσει σχεδιασμένα κάποιος νομοθέτης» (Χάγιεκ 2008: 338). Αντίθετα, θεωρεί ότι με αφετηρία το γερμανικό νομικό θετικισμό υπάρχει μια σταδιακή μετατόπιση από τον νόμο ως γενική αρχή που ενσωματώνει τις θεμελιώδεις ελευθερίες προς τη σύγχυση ανάμεσα σε νόμο και διοικητικές πράξεις της κυβέρνησης, μετατόπιση την οποία εντοπίζει στην πρακτική του ναζιστικού κράτους, στη νομοθετική παραγωγή της ΕΣΣΔ, αλλά και στην αυξανόμενη τάση κρατικού παρεμβατισμού τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Αγγλία.

Η πολεμική ενάντια στο κράτος πρόνοιας

Ο βασικός αντίπαλος του Χάγιεκ, όταν γράφει το βιβλίο, είναι η κεϋνσιανή συναίνεση της δεκαετίας του 1950 και ο αυξανόμενος κρατικός παρεμβατισμός. Άλλωστε ήδη στη δεκαετία του 1940 είχε διατυπώσει, στο The Road to Serfdom (Hayek 2001 [1944]), μια εκτεταμένη πολεμική ενάντια σε κάθε έννοια οικονομικού σχεδιασμού, υποστηρίζοντας ότι ο έλεγχος της οικονομικής ζωής αργά ή γρήγορα θα μετατρεπόταν σε έναν έλεγχο του συνόλου της κοινωνικής ζωής. Για τον Χάγιεκ το κράτος πρόνοιας είναι η καθυστερημένη εκδίκηση του σοσιαλισμού. Κατά τη γνώμη του παρότι τα αμιγώς σοσιαλιστικά προτάγματα είχαν δυσφημιστεί από την εξέλιξη της ΕΣΣΔ, εντούτοις ο πυρήνας της σοσιαλιστικής πολιτικής διατηρούσε την απήχησή του.8 Παρότι παραδέχεται ότι υπάρχουν σοβαρά περιθώρια κρατικής παρέμβασης σε ζητήματα όπως οι δημόσιες υπηρεσίες αναψυχής, η ασφάλεια, κ. ά., εντούτοις κάθε προσπάθεια για αναδιανομή εισοδήματος σημαίνει ότι «οι εξουσίες εξαναγκασμού της κυβέρνησης θα χρησιμοποιηθούν για να εξασφαλιστεί ότι συγκεκριμένα άτομα θα πάρουν συγκεκριμένα πράγματα», κάτι που σημαίνει «άνιση μεταχείριση των ανθρώπων [..] κάτι που είναι ασυμβίβαστο με μια ελεύθερη κοινωνία» (Χάγιεκ 2008: 365).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πολεμική του Χάγιεκ στα εργατικά συνδικάτα. Για τον Χάγιεκ το εργατικό συνδικάτο είναι πρωτίστως ένα εργαλείο εξαναγκασμού τόσο των ίδιων των εργαζομένων όσο και των εργοδοτών. Έχουν τη δυνατότητα να «αυξήσουν τους πραγματικούς μισθούς πάνω από το επίπεδο που θα επικρατούσε σε μια ελεύθερη αγορά» (Χάγιεκ 2008: 378), πρωτίστως με το να απαγορεύουν σε εκτός συνδικάτου εργαζομένους να προσλαμβάνονται με μικρότερους μισθούς. Το τίμημα είναι η αύξηση της ανεργίας, η χαμηλή παραγωγικότητα και κατά συνέπεια η μείωση των πραγματικών μισθών, και η εγκαθίδρυση μονοπωλίου στην προσφορά εργασίας εφόσον «εμποδίζουν τον ανταγωνισμό από το να δρα ως αποτελεσματικός ρυθμιστής της κατανομής όλων των πόρων» (Χάγιεκ 2008: 383). Για τον Χάγιεκ τα συνδικάτα έχουν εξουσίες εξαναγκασμού που κανονικά δεν θα γίνονταν αποδεκτές σε άλλες σφαίρες της κοινωνικής ζωής όπως είναι ο εκφοβισμός δια της πικετοφορίας ή η υποχρέωση των επιχειρήσεων να προσλαμβάνουν μόνο μέλη του συνδικάτου, οι απεργίες αλληλεγγύης ή τα μποϋκοτάζ εταιρειών. Αντίθετα, θεωρεί ότι τα συνδικάτα θα πρέπει να περιοριστούν μόνο στις πρακτικές αλληλοβοήθειας.

Ο πυρήνας της πολεμικής του Χάγιεκ στα εργατικά συνδικάτα κορυφώνεται με την πολεμική του στην πολιτική της πλήρους απασχόλησης. Σε μια από τις πρώτες διατυπώσεις ενός επιχειρήματος, που θα αποτελέσει κομμάτι της νεοφιλελεύθερης vulgata της δεκαετίας του 1980, ο Χάγιεκ θα υποστηρίξει ότι ο εξαναγκασμός της πλήρους απασχόλησης που επιβάλλουν τα συνδικάτα, μεταφέρει το βάρος για την αντιμετώπιση της ανεργίας στις νομισματικές και δημοσιονομικές αρχές. Η απαίτηση και για πλήρη απασχόληση και για υψηλούς ονομαστικούς μισθούς οδηγεί σε αναγκαστική αύξηση της προσφοράς χρήματος, αυτή σε αύξηση των τιμών των προϊόντων και πληθωρισμό.9 Ο Χάγιεκ θεωρεί ότι στην εποχή που γράφει (τέλη της δεκαετίας του 1950) ήδη η εξουσία εξαναγκασμού που διαθέτουν τα συνδικάτα υπονομεύει την ισχύ του νόμου, εξωθώντας ταυτόχρονα και το κράτος σε ακόμη μεγαλύτερη αυθαιρεσία. Άλλωστε και όταν σε επόμενο σημείο στρέφεται στη νομισματική πολιτική, η βασική του θέση είναι ακριβώς η προτεραιότητα της νομισματικής σταθερότητας απέναντι στα όποια πλεονεκτήματα των πληθωριστικών τάσεων.

Ο επόμενος στόχος του Χάγιεκ στην κριτική που ασκεί προς τις αναδιανεμητικές πολιτικές είναι η κοινωνική ασφάλιση, την οποία θεωρεί ένα καταδικαστέο «εργαλείο μιας εξισωτικής αναδιανομής» (Χάγιεκ 2008: 404). Και σε αυτό το σημείο ο Χάγιεκ επανέρχεται στην αρχική του πολεμική απέναντι σε κάθε παρέμβαση στις αυθόρμητες κοινωνικές διαδικασίες. Ενώ η ιδιωτική ασφάλιση έναντι κινδύνου υπήρξε ένα σύνθετο και αποτελεσματικό σύστημα εγγυήσεων έναντι μελλοντικών κινδύνων που αναδύθηκε μέσα από ένα πλήθος πρακτικών, η κρατική κοινωνική ασφάλιση στο πλαίσιο του κράτους πρόνοιας, ως απόπειρα κεντρικού και συνειδητού σχεδιασμού, αδυνατεί να προσφέρει βέλτιστες λύσεις. Για τον Χάγιεκ υπάρχει μια συντονισμένη προπαγάνδα για να παρουσιαστεί η πρόνοια για τους ηλικιωμένους ως αλληλεγγύη και θεωρεί ότι κανένα κριτήριο δικαιοσύνης δεν δικαιολογεί οι νυν εργαζόμενοι να συνεισφέρουν για τους απόμαχους της εργασίας.

Είναι μάταιο να πιστεύουμε ότι οποιοδήποτε αντικειμενικό κριτήριο δικαιοσύνης θα θέσει κάποια όρια στην προσδοκία όσων φτάνουν στη προνομιούχο ηλικία να συντηρούνται από εκείνους που ακόμη εργάζονται, ακόμη και εάν έχουν την ικανότητα να παραμένουν στην εργασία τους. (Χάγιεκ 2008: 413).

Αντίστοιχα εχθρικός είναι ο Χάγιεκ απέναντι σε κάθε εθνικό σύστημα παροχής δωρεάν υπηρεσιών υγείας. Θεωρεί ότι τα υποχρεωτικά συστήματα υγείας περιορίζουν την ατομική ελευθερία να επιλέγει κανείς με βάση ατομικούς υπολογισμούς κινδύνου και οφέλους, οδηγούν σε υποβάθμιση των υπηρεσιών καθώς και σε διοικητικές αποφάσεις για το εάν θα προκριθούν οι ανάγκες γρήγορης αποκατάστασης όσων είναι ικανοί προς εργασία ή οι ανάγκες παράτασης της ζωής των ηλικιωμένων και των ανίκανων προς εργασία.10 Αντίστοιχα, αντιμετωπίζει ως μηχανισμό στρέβλωσης της αγοράς τις προβλέψεις για τα επιδόματα ανεργίας, ιδίως από τη στιγμή που υπάρχει η «εξαναγκαστική δράση των συνδικάτων» (Χάγιεκ 2008: 420).

Η εχθρότητα του Χάγιεκ απέναντι σε οποιαδήποτε εκδοχή αναδιανομής εισοδήματος αποτυπώνεται και στην πολεμική του απέναντι στην προοδευτική φορολογία. Για τον Χάγιεκ το γεγονός ότι τέτοια μέτρα έχουν σαφή λαϊκή υποστήριξη δεν αρκεί, καθώς θεωρεί ότι εκφράζουν εξαναγκαστική προσπάθεια της πλειοψηφίας (των φτωχότερων) να επιβάλλουν συνθήκες αρνητικών διακρίσεων σε βάρος της μειοψηφίας (των πλουσιότερων). [Η προοδευτική φορολογία] δεν είναι παρά μια ανοιχτή πρόσκληση για διακρίσεις, και ακόμη χειρότερα μια πρόσκληση προς την πλειοψηφία να επιβάλλει διακρίσεις εναντίον μιας μειοψηφίας [..] η υποτιθέμενη αρχή της δικαιοσύνης γίνεται εκ των πραγμάτων το πρόσχημα για μια καθαρή αυθαιρεσία (Χάγιεκ 2008: 435).

Γι’ αυτό και ο Χάγιεκ βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει ξανά την ιδιότυπη περιφρόνησή του για τους μισθωτούς. Κατά τη γνώμη του η μισθωτή πλειοψηφία των σύγχρονων κοινωνιών προβάλλει τη δική της αντίληψη των σταθερών απολαβών ως κανόνα, αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τα επιχειρηματικά κέρδη ως «μη αναγκαία και κοινωνικά ανεπιθύμητα» (Χάγιεκ 2008: 441) και υπονομεύει την επιχειρηματική δραστηριότητα. Στο ίδιο πλαίσιο απορρίπτει και κάθε έννοια στεγαστικής πολιτικής ιδίως από τη στιγμή που εκτιμά ότι μια τέτοια πολιτική σταθερών και επιδοτούμενων ενοικίων οδηγεί τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι «πρέπει κάποιος άλλος να παρέχει δωρεάν το κεφάλαιο που καταβάλλεται για τη στέγη πάνω από το κεφάλι τους» (Χάγιεκ 2008: 472).

Όσο για το χώρο της εκπαίδευσης, ο Χάγιεκ διατυπώνει ένα εκτεταμένο επιχείρημα εναντίον της υποχρεωτικής δημόσιας εκπαίδευσης, θεωρώντας ότι οδηγεί σε ένα πρότυπο κρατικής εκπαίδευσης, όπου η κεντρική διοίκηση θα αποφασίζει εκ των προτέρων ποια εκπαίδευση θα λαμβάνει κάθε παιδί. Αντίθετα και εδώ ο Χάγιεκ επαναπροτείνει το κριτήριο της θεμελιώδους άγνοιας στη βάση του οποίου στηρίζει την ανάγκη ελευθερίας των αυθόρμητων κοινωνικών πρακτικών. Εφόσον δεν μπορούμε εκ των προτέρων και με ασφάλεια να γνωρίζουμε τα αποτελέσματα μιας επιλογής (εν προκειμένω μιας συγκεκριμένης παιδαγωγικής κατεύθυνσης) έπεται ότι η καλύτερη λύση είναι η ελεύθερη επιλογή. Γι’ αυτό και προκρίνει ένα σύστημα με κουπόνια, όπου οι οικογένειες θα είναι ελεύθερες να χρησιμοποιήσουν το κρατικό οικονομικό βοήθημα σε όποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα θα προτιμούσαν. Αυτά για τη βασική εκπαίδευση, διότι για την ανώτατη εκπαίδευση θεωρεί ότι εάν δοθεί η δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε αυτή όλοι όσοι έχουν την πνευματική ικανότητα γι’ αυτήν, τότε κινδυνεύουμε να έχουμε ένα πλεόνασμα διανοουμένων. Άλλωστε, ο Χάγιεκ αμφισβητεί τη γενική χρησιμότητα της «ισότητας ευκαιριών» ακριβώς γιατί θεωρεί ότι όχι μόνο δεν υπάρχει κάποιο οριστικό κριτήριο για την επιλογή αυτών που θα είναι άξιοι περαιτέρω μόρφωσης, αλλά και ότι ορισμένες μορφές ανισότητας (π.χ. η έφεση κάποιων οικογενειών να επενδύουν περισσότερο στη μόρφωση παιδιών τους) στην πραγματικότητα συμβάλλουν στην κοινωνική πρόοδο.

Άλλωστε ο Χάγιεκ απορρίπτει κάθε έννοια αναδιανεμητικής δικαιοσύνης από θέση αρχής. Σε επόμενα κείμενά του θα χαρακτηρίσει ως καταλλαγή (catallaxy) την αυθόρμητη κοινωνική τάξη που προκύπτει όταν εντός της αγοράς οι άνθρωποι τηρούν τους κανόνες της ιδιοκτησίας, της αποζημίωσης βλάβης και της τήρησης συμβολαίων (Hayek 1982 (v.2): 109). Κομβική πλευρά της ανάδυσης της καταλλαγής θα είναι η επέκταση της ανταλλαγής εμπορευμάτων, που σηματοδοτεί μορφή κοινωνικής συνεργασίας εν απουσία κοινών σκοπών. Για τον Χάγιεκ η καταλλαγή (ή η αγορά) είναι ένα παίγνιο που παράγει πλούτο επειδή παρέχει σε κάθε παίκτη πληροφορίες που του επιτρέπουν να απαντά σε ανάγκες για τις οποίες δεν έχει άμεση γνώση και με τη χρήση μέσων που και αυτά δεν του προσφέρουν πλήρη γνώση των αναγκών αυτών (π.χ. το μόνο που μπορεί να γνωρίζει είναι η ευνοϊκά χαμηλή τιμή μίας πρώτης ύλης).11 Σε αυτή τη βάση μιας θεμελιώδους άγνοιας είναι που ο Χάγιεκ απορρίπτει και οποιαδήποτε έννοια αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, μια που αυτή θα αντιστοιχούσε στην εκ των προτέρων γνώση του ποια μπορεί να είναι μια δίκαιη ανταμοιβή (Hayek 1982 (v.2): 120).

Στον επίλογο του Συντάγματος της Ελευθερίας ο Χάγιεκ σπεύδει να διαχωριστεί από την κλασική πολιτική παράδοση του συντηρητισμού και να διαλέξει ως πολιτικό αυτοπροσδιορισμό του αυτόν του «αμετανόητου “παλαιού ουίγου”», θέλοντας έτσι να δηλώσει την οριοθέτησή του απέναντι σε αυτό που θεωρούσε τη στρέβλωση του φιλελευθερισμού από «υπερορθολογιστικές, εθνικιστικές και σοσιαλιστικές επιρροές» (Χάγιεκ 2008: 550). Και σε αυτόν τον (αυτο)προσδιορισμό του διακρίνεται η θεμελιώδης εχθρότητά του προς τη δημοκρατική παράδοση και οτιδήποτε θα μπορούσε να οριστεί ως ριζοσπαστική κληρονομιά της γαλλικής επανάστασης.

Τα όρια του φιλελευθερισμού

Με βάση τα παραπάνω γίνεται προφανές το ενδιαφέρον που έχει το βιβλίο του Χάγιεκ. Ακριβώς γιατί υπερβαίνει μια «εργαλειακή» διατύπωση προτάσεων πολιτικής στο όνομα του πολιτικού ρεαλισμού, και αναδεικνύει τις συνολικότερες θεωρητικές (φιλοσοφικές, ανθρωπολογικές, μεταθεωρητικές) προϋποθέσεις του νεοφιλελεύθερου επιχειρήματος. Με αυτό τον τρόπο, όμως, φέρνει στο προσκήνιο τις εγγενείς αντιφάσεις και τα όρια αυτού του επιχειρήματος.

Η πρώτη θεμελιώδης αντίφαση είναι ότι ενώ όλο το επιχείρημα του Χάγιεκ στηρίζεται στην απόρριψη μιας ορθολογιστικής - κανονιστικής σύλληψης των κοινωνικών πρακτικών, μέσα από την έμφαση στην αυθόρμητη ανάδυση των κοινωνικών μορφών και των αντίστοιχων κανόνων συμπεριφοράς, στη συνέχεια η πραγματολογική απόφανση περί των κοινωνικών μορφών μετατρέπεται σε κανονιστική αρχή. Εφόσον η αγορά αναδύθηκε «αυθόρμητα» έπεται ότι είναι και αξιολογικά υπέρτερη και επομένως δεν μπορεί να μετασχηματιστεί αλλά πρέπει να αποτελέσει απαράγραπτο κανόνα.

Η δεύτερη αντίφαση αφορά την ιεράρχηση των μορφών οργάνωσης που αναδύονται αυθόρμητα. Ενώ οι εγωιστικές «αγοραίες» πρακτικές δικαιούνται να θεωρούνται κανονιστικά υπέρτερες, όλες οι μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης, συνεργατικής οργάνωσης, συλλογικής δράσης που επίσης «αυθόρμητα» αναδύονται μέσα στις κοινωνικές πρακτικές απορρίπτονται συλλήβδην. Ουσιαστικά αυτό που υποτίθεται ότι προκύπτει ως συμπέρασμα (δηλαδή η εξελικτική ανωτερότητα των αγοραίων πρακτικών) χρησιμοποιείται ταυτόχρονα και ως προκείμενη, εφόσον στη βάση του ιεραρχούνται εξαρχής οι αυθορμήτως αναδυόμενες κοινωνικές μορφές. Και εδώ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διαχείριση που γίνεται στο ζήτημα της θεμελιώδους άγνοιάς μας για το τι συμβαίνει μέσα στην κοινωνία στο σύνολό της. Την ίδια στιγμή που η άγνοια αυτή αποτελεί το βασικό επιχείρημα απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια συνειδητού κοινωνικού μετασχηματισμού, θεωρείται νόμιμο να υποστηρίζουμε ότι μπορούμε να γνωρίζουμε ότι η εξέλιξη των κοινωνιών πρωτίστως αποδεικνύει την ανωτερότητα των εγωιστικών «αγοραίων» πρακτικών.

Η τρίτη αντίφαση αφορά τον τρόπο που τίθεται η κυριαρχία του νόμου όπου ταυτόχρονα μπαίνουν γενικά κριτήρια φυσιογνωμίας του νόμου, όπως είναι ο γενικός και εκ των προτέρων γνωστός χαρακτήρας των κανόνων δικαίου, και κριτήρια περιεχομένου, όπως είναι π.χ. η εξαρχής απαγόρευση οποιασδήποτε παρέμβασης στην ατομική ιδιοκτησία και η απόρριψη κάθε έννοιας αναδιανεμητικής δικαιοσύνης.

Όλα αυτά συμπυκνώνουν και μια συνολικότερη αντίφαση σε επίπεδο ανθρωπολογίας και κοινωνικής οντολογίας. Η προσπάθεια να θεμελιωθεί ένα σχήμα περί της αυθόρμητης ανάδυσης κοινωνικών μορφών και κανόνων συμπεριφοράς που εξελίσσονται μέσα από μια διαδικασία ανταγωνιστικής επιλογής, στη βάση μιας ακραίας εκδοχής μεθοδολογικού ατομικισμού αναγκαστικά οδηγεί σε αντιφάσεις. Από τη μια διαγράφεται όλη η θεωρητική τομή που όρισε τη νεότερη κοινωνική θεωρία, δηλαδή η θεώρηση των κοινωνιών και των κοινωνικών πρακτικών ως ιδιαίτερων θεωρητικών αντικειμένων και «συστημικών» μορφών και όχι ως απλών συναθροίσεων ατόμων. Από την άλλη, για άλλη μια φορά έχουμε ένα κυκλικό σχήμα: αυτό που τίθεται ως αποτέλεσμα της εξελικτικής διαδικασίας, η ανάδυση δηλαδή του εγωιστικώς δρώντος εντός αγοραίων σχέσεων ατόμου, τίθεται ταυτόχρονα και ως αρχική ανθρωπολογική σταθερά των κοινωνικών μορφών. Δεν είναι τυχαίο ότι σε διάφορα σημεία αναδύεται και μια βαθιά ελιτίστικη και ιεραρχική θεώρηση των ανθρώπων, σύμφωνα με την οποία όσοι αναμετρώνται με την πρόκληση της αγοράς και του ρίσκου αποτελούν την πραγματική κοινωνική πρωτοπορία.

Σε αυτή τη βάση αναδεικνύεται και η υποτίμηση της δημοκρατικής αρχής. Σε πείσμα μιας μακράς παράδοσης ταύτισης φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, ο Χάγιεκ όχι μόνο αποσυνδέει τη φιλελεύθερη απαίτηση για προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας και της ατομικής ελεύθερης οικονομικής δράσης από τις δημοκρατικές μορφές, αλλά είναι και επί της ουσίας εχθρικός απέναντι στον πυρήνα της δημοκρατικής αρχής, αντιμετωπίζοντας ακόμη και αυτή την κοινοβουλευτική δημοκρατία ως απλώς την περισσότερο βολική μέθοδο εναλλαγής φιλελεύθερων κυβερνήσεων. Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς δεν αναδεικνύει μόνο την ιστορική μυωπία του Χάγιεκ, την αδυναμία του να συνειδητοποιήσει ότι η εξέλιξη των δημοκρατικών μορφών είναι αναγκαία συνθήκη διαμόρφωσης σχέσεων ηγεμονίας και άρα διευρυμένης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών, αλλά υπογραμμίζει ταυτόχρονα και το γεγονός ότι οι δημοκρατικές μορφές δεν ήταν «φυσικό» επακόλουθο της ανάδυσης του καπιταλισμού, αλλά πολύ περισσότερο αποτέλεσμα της εισβολής των εργατικών μαζών στο προσκήνιο.

Και είναι σε αυτό το πλαίσιο που αναδεικνύεται το πραγματικό όριο του Χάγιεκ. Προσπαθώντας να συμπυκνώσει σε επίπεδο καθολικής κοινωνικής θεωρίας πλευρές της αυθόρμητης καπιταλιστικής ιδεολογίας, παραβλέπει ότι ζητήματα όπως η λειτουργία του κράτους ως συλλογικού κεφαλαιοκράτη, η παρέμβαση στην οικονομία για την εξασφάλιση του μακροπρόθεσμου καπιταλιστικού συμφέροντος, ακόμη και αυτή η κατά περίπτωση περιορισμένη αναδιανομή εισοδήματος για την απόσπαση συναίνεσης ή ως απάντηση στο ενδεχόμενο κοινωνικού ριζοσπαστισμού, δεν αποτέλεσαν «σοσιαλιστικές» αποκλίσεις, αλλά πολύ περισσότερο αναγκαίους όρους για την εξασφάλιση της διευρυμένης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που και η όποια «δικαίωση» του Χάγιεκ, δηλαδή οι επιθετικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών δεν ήταν το αποτέλεσμα απελευθέρωσης αυθόρμητων κοινωνικών πρακτικών, αλλά μεθοδικής και εκτεταμένης κρατικής παρέμβασης.

Και αυτό σημαίνει ότι μια επαρκής απάντηση και αμφισβήτηση των νεοφιλελεύθερων θέσεων, ακόμη και σήμερα που βρίσκονται στο ναδίρ της ηγεμονικής τους αίγλης, δεν μπορεί παρά επίσης να αμφισβητεί τον πυρήνα της απόπειρας φυσικοποίησης των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, να μην μένει στη διεκδίκηση της κοινωνικής προστασίας και της αναδιανομής, να προβάλλει τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής, μη καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής όχι ως ηθικό ζητούμενο αλλά πολύ περισσότερο ως αντικειμενικό όριο συλλογικών διεκδικήσεων και αντιστάσεων που διαρκώς αναπαράγονται.

Βιβλιογραφία
Αγγελίδης, Μανόλης 1993, Φιλελευθερισμός: Κλασικός και νέος. Ζητήματα συνέχειας και  ασυνέχειας στο φιλελεύθερο επιχείρημα, Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.
Anderson, Perry 2005, Spectrum. From right to left in the world of ideas, London: Verso.
Δρόσος, Διονύσης (επιμ.) 2008, Αρετές και συμφέροντα. Η Βρετανική ηθική σκέψη στο  κατώφλι της νεωτερικότητας, Αθήνα: Σαββάλας / Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.
Δρόσος, Διονύσης 2008, «Αρετές και συμφέροντα. Η επαγγελία μιας παράξενης συγκατοίκησης ή η ηθική κρίση της πρώιμης νεωτερικότητας», επίμετρο σε Δρόσος (επιμ.) 2008
Ιωαννίδης, Σταύρος 1994, Ανταγωνισμός, αγορά και δημοκρατία. Μια κριτική της
Νεοαυστριακής οικονομικής θεωρίας, Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.
Klein, Naomi 2007, The Shock Doctrine, London: Penguin
Μαντεβίλ, Μπερνάρντ ντε 2008 [1723], Ο μύθος των μελισσών ή ιδιωτικά ελαττώματα,  δημόσια οφέλη, σε Δρόσος (επιμ.) 2008)
Negri, Antonio 1999, Insurgencies: Constituent Power and the Modern State,
Minneapolis: Minneapolis University Press.
Dixon, Keith 2000, Οι ευαγγελιστές της αγοράς, Αθήνα: εκδ. Πατάκη.
Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ 2004, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, Αθήνα: Πόλις.
Smith, Adam 1772, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, http://www.marxists.org/reference/archive/smith-adam/works/wealth-of-nations/
Σπινόζα, Μπαρούχ 1996, Πολιτική Πραγματεία, Αθήνα: Πατάκης.
Τοκβίλ, Αλέξις ντε 32008, Η Δημοκρατία στην Αμερική, Αθήνα: Στοχαστής.
Hayek, Friedrich August 1982, Law, Legislation and Liberty, London: Routledge &
Kegan Paul.
Hayek, Friedrich August 2001 [1944], The Road to Serfdom, London and New York: Routledge.
Χάγιεκ, Φ.Α. 2008, Το Σύνταγμα της Ελευθερίας, Αθήνα: εκδ. Καστανιώτη / Ίδρυμα Κων/νος Καραμανλής.

1 Για μια κριτική παρουσίαση των απόψεων της νεοαυστριακής οικονομικής σχολής βλ. Ιωαννίδης 1994.
2 Βλ. σχετικά Klein 2007 για μια ιδιαίτερα λεπτομερή περιγραφή του πώς από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο θα ξεκινήσουν εκείνοι οι τεχνοκράτες που θα προσθέσουν στην κρατική τρομοκρατία της Χούντας του Πινοσέτ την οικονομική τρομοκρατία ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού.
3 Θεωρεί μάλιστα ότι η διαμόρφωση της φιλελεύθερης θεωρίας προϋποθέτει την αποτύπωση των αποτελεσμάτων αυτών των αυθόρμητων διαδικασιών. Όπως παρατηρεί και στο The Road to Serfdom, «η συνειδητοποίηση ότι αυθόρμητες και χωρίς έλεγχο προσπάθειες των ατόμων ήταν ικανές να παραγάγουν μια σύνθετη τάξη οικονομικών δραστηριοτήτων μπορούσε να έρθει μόνο αφού αυτή η εξέλιξη είχε προχωρήσει αρκετά» (Hayek 2001 [1944]: 15).
4 Έχει ενδιαφέρον ότι ο ίδιος ο Χάγιεκ σπεύδει σε άλλα κείμενά του να θεωρήσει ότι και η δική του τοποθέτηση υπέρ του φιλελευθερισμού ως εμμονής στις αυθορμήτως αναδυόμενες κοινωνικές μορφές δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρες συμπέρασμα στη βάση εμπειρικών δεδομένων, αλλά επιλογή «καθοδηγητικού μοντέλου για τη συνολική τάξη [που] θα είναι πάντα μια ουτοπία» (Hayek 1982 (v.1): 64).
5 Ελληνικά στο πρωτότυπο.
6 Ελληνικά στο πρωτότυπο.
7 Π.χ. Hayek 1982.
8 «[Μ]ολονότι ο σοσιαλισμός είχε πλέον σε γενικές γραμμές εγκαταλειφθεί ως στόχος για τον οποίο αξίζει κανείς να αγωνιστεί σκόπιμα, δεν είναι με κανέναν τρόπο σίγουρο ότι δεν θα τον εγκαθιδρύσουμε, έστω και ακούσια» (Χάγιεκ 2008: 361).
9 «[Υ]πό την επιρροή ενός δόγματος που παρουσιάζει ως καθήκον των νομισματικών αρχών να παρέχουν αρκετό χρήμα ώστε να διασφαλίζουν την πλήρη απασχόληση υπό το οποιοδήποτε επίπεδο μισθών, είναι αναπόφευκτο ο κάθε γύρος αύξησης των μισθών να οδηγεί σε περαιτέρω πληθωρισμό» (Χάγιεκ 2008: 394).
10 Μάλιστα παρατηρεί με κυνισμό ότι «[ε]κεί όπου λειτουργούν συστήματα κρατικής ιατρικής παρατηρούμε κατά γενικό κανόνα πως όσοι θα μπορούσαν να αποκατασταθούν πλήρως και γρήγορα πρέπει να περιμένουν πολύ γι’ αυτό, καθώς όλες οι νοσοκομειακές εγκαταστάσεις είναι κατειλημμένες από ανθρώπους που ποτέ ξανά δεν θα συμβάλλουν στις ανάγκες των υπολοίπων» (Χάγιεκ 2008: 418).
11 Όπως παρατηρεί και ο Μ. Αγγελίδης «το επιχείρημα του Hayek, της αγοράς ως καταλλαγής, διακόπτει κάθε αναφορά προς την κλασική πολιτικο-οικονομική παράδοση και συνάμα διατηρεί τις αποστάσεις του και από το πλαίσιο ακόμη της τυπικής ορθολογικότητας που χαρακτηρίζει τη νεότερη οικονομική επιστήμη» (Αγγλελίδης 1993: 140).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου