Κείμενο της ARUNDHATI ROY *
Δημοσιεύτηκε στην ελληνική έκδοση της Le Monde diplomatique, 24/10/2004
Δημοσιεύτηκε στην ελληνική έκδοση της Le Monde diplomatique, 24/10/2004
Εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης, ποτέ άλλοτε δεν ήταν μεγαλύτερη η απόσταση ανάμεσα σε εκείνους που λαμβάνουν τις αποφάσεις και σε εκείνους που οφείλουν να υποστούν τις συνέπειές τους (1).
Συναντήσεις, όπως το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, επιτρέπουν στα τοπικά κινήματα που αντιστέκονται να περιορίσουν αυτή την απόσταση και να δράσουν μαζί με τα αντίστοιχα κινήματα των πλούσιων χωρών. Οταν, για παράδειγμα, κατασκευάστηκε στο Μαχεσαβάρ το πρώτο υδροηλεκτρικό φράγμα που ανήκε σε ιδιωτική εταιρεία, οι δεσμοί ανάμεσα στο Narmada Bachao Andolan (ΝΒΑ), στη γερμανική οργάνωση Urgewald, στη Δήλωση της Βέρνης στην Ελβετία και στο Διεθνές Δίκτυο Ποταμών του Μπέρκλεϊ επέτρεψαν να ασκηθεί πίεση σε πολλές τράπεζες και διεθνείς εταιρείες για να αποχωρήσουν από την κατασκευή. Αυτό δεν θα ήταν δυνατόν αν δεν είχαν υπάρξει, αφενός, σημαντικές αντιδράσεις στην περιοχή και, αφετέρου, η μετάδοση και η ενίσχυση της φωνής αυτού του τοπικού κινήματος στη διεθνή σκηνή. Ολα αυτά δημιούργησαν αμηχανία στους επενδυτές και τους υποχρέωσαν να αποσυρθούν. (...)
Ανάμεσα στους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα μαζικά κινήματα, πρέπει να αναφέρουμε εκείνον του περάσματος της αντίστασης στα χέρια των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Θα ήταν εύκολο να...
μετατρέψω όλα όσα ακολουθούν σε κατηγορητήριο ενάντια στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), αλλά κάτι τέτοιο δεν θα ανταποκρινόταν στην αλήθεια. Οσο κι αν ο κόσμος των ΜΚΟ μπορεί να παρομοιαστεί με θολά νερά -με ψευτοοργανώσεις, με ΜΚΟ που αποτελούν καταβόθρα επιχορηγήσεων ή χρησιμοποιούνται για την παραπλάνηση των φορολογικών μηχανισμών- πολλές ΜΚΟ κάνουν σοβαρή δουλειά. Ωστόσο, είναι σημαντικό να εξετάσουμε το φαινόμενο των ΜΚΟ μέσα σε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο.
Για παράδειγμα, στην Ινδία, η έκρηξη των επιχορηγούμενων ΜΚΟ ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και συνεχίστηκε ολόκληρη τη δεκαετία του 1990. Συνέπεσε δε με το άνοιγμα της ινδικής αγοράς στον νεοφιλελευθερισμό. Εκείνη την εποχή, το κράτος συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις της δομικής αναδιάρθρωσης και περιόρισε τις ενισχύσεις που χορηγούνταν στην ανάπτυξη της υπαίθρου, στη γεωργία, στην ενέργεια, στις μεταφορές και στη δημόσια υγεία.
Καθώς το κράτος εγκατέλειπε τον παραδοσιακό του ρόλο, οι ΜΚΟ άρχισαν να δραστηριοποιούνται σε αυτούς τους τομείς. Φυσικά, η διαφορά ήταν ότι οι πόροι που είχαν στη διάθεσή τους αντιστοιχούσαν σε ένα ελάχιστο ποσοστό των περικοπών που είχαν πραγματοποιηθεί στις δημόσιες δαπάνες.
Οι περισσότερες ΜΚΟ χρηματοδοτούνται και βρίσκονται υπό την αιγίδα αναπτυξιακών οργανισμών ή οργανισμών βοήθειας, οι οποίοι, με τη σειρά τους, χρηματοδοτούνται από τις δυτικές κυβερνήσεις, την Παγκόσμια Τράπεζα, τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και από ορισμένες πολυεθνικές εταιρείες. Χωρίς βέβαια να είναι όλοι ίδιοι, αυτοί οι οργανισμοί ανήκουν σε ένα αρκετά θολό πολιτικό σκηνικό, που έχει στόχο την επίβλεψη του νεοφιλελεύθερου προγράμματος και του οποίου ο κυριότερος στόχος είναι η δραστική περικοπή των κυβερνητικών δαπανών.
Πολιτικό αμορτισέρ
Για ποιους λόγους άραγε χρηματοδοτούν αυτοί οι οργανισμοί τις ΜΚΟ; Να πρόκειται άραγε για ξεπερασμένο ιεραποστολικό ζήλο; Για κάποιο αίσθημα ενοχής;
Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για κάτι περισσότερο από όλα αυτά. Οι ΜΚΟ δίνουν την εντύπωση ότι καλύπτουν το κενό που δημιουργεί η αποσύνδεση του κράτους από ορισμένους τομείς. Και στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς κάνουν, αλλά με ασυνάρτητο τρόπο. Η πραγματική συνεισφορά τους είναι ότι κατευνάζουν τον θυμό που δημιουργεί αυτή η διάσταση, καθώς και το ότι μοιράζουν με το σταγονόμετρο -με τη μορφή βοήθειας ή εθελοντικής εργασίας- αυτό που κανονικά οι άνθρωποι θα δικαιούνταν.
Οι ΜΚΟ αλλοιώνουν τη συνείδηση της κοινωνίας. Μετατρέπουν τους ανθρώπους σε εξαρτώμενα θύματα και αμβλύνουν τις αιχμές της πολιτικής αντίστασης. Δημιουργούν ένα είδος αμορτισέρ που απορροφά τους κραδασμούς ανάμεσα στο σαρκάρ και στο κοινό(2), ανάμεσα στην αυτοκρατορία και στους υπηκόους της. Εχουν μετατραπεί σε διαιτητές, διερμηνείς, διαμεσολαβητές, προαγωγούς.
Μακροπρόθεσμα, οι ΜΚΟ λογοδοτούν στους δωρητές τους και όχι στους ανθρώπους για τους οποίους δραστηριοποιούνται. Αποτελούν αυτό που οι βοτανολόγοι ονομάζουν «δείκτη είδους». Οσο μεγαλύτερη είναι η καταστροφή που προκαλεί ο νεοφιλελευθερισμός τόσο μεγαλύτερη εξάπλωση γνωρίζουν.
Το πιο χαρακτηριστικό -αλλά και θλιβερό- παράδειγμα μας το προσφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, όταν ετοιμάζονται να εισβάλουν σε μια χώρα και προετοιμάζουν ταυτόχρονα τις ΜΚΟ που πρέπει να εγκατασταθούν στη χώρα για να επανορθώσουν τις ζημιές που θα έχουν προκαλέσει οι ΗΠΑ.
Για να είναι σίγουρες ότι δεν θα κινδυνεύσει η χρηματοδότησή τους και ότι οι κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται δεν θα φέρουν προσκόμματα στη λειτουργία τους, οι ΜΚΟ πρέπει να παρουσιάζουν το έργο τους με επιφανειακό τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο ξεκομμένο από το πολιτικό ή το ιστορικό πλαίσιο και, σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητο από κάθε πολιτικό ή ιστορικό πλαίσιο που θα μπορούσε να αποδειχθεί ενοχλητικό.
Οι λευκοί άνθρωποι
Οι απολιτικές -και, συνεπώς, εξαιρετικά πολιτικοποιημένες στην πραγματικότητα- εκκλήσεις για βοήθεια που απευθύνουν οι φτωχές και οι εμπόλεμες χώρες παρουσιάζουν, σε τελική ανάλυση, τους (σκοτεινούς) ανθρώπους αυτών των (σκοτεινών) χωρών ως παθολογικά θύματα. Ακόμα ένας υποσιτισμένος Ινδός, ακόμα ένας Αιθίοπας που πεθαίνει από την πείνα, ακόμα ένα στρατόπεδο αφγανών προσφύγων, ακόμα ένας ακρωτηριασμένος Σουδανός... Και όλοι τους χρειάζονται επειγόντως τη βοήθεια του λευκού ανθρώπου.
Χωρίς να το επιθυμούν, οι ΜΚΟ ενισχύουν τα ρατσιστικά στερεότυπα και δίνουν έμφαση στις επιτυχίες, στα πλεονεκτήματα και στον (γεμάτο στοργή αλλά και αυστηρότητα) οίκτο του δυτικού πολιτισμού. Είναι οι λαϊκοί ιεραπόστολοι των μοντέρνων καιρών.
Εν τέλει -σε μικρότερη κλίμακα, αλλά με πιο ύπουλο τρόπο- τα κεφάλαια που τίθενται στη διάθεση των ΜΚΟ διαδραματίζουν, στον χώρο των εναλλακτικών πολιτικών, τον ίδιο ακριβώς ρόλο με εκείνον που παίζουν τα κερδοσκοπικά κεφάλαια που μπαινοβγαίνουν στις οικονομίες των φτωχών χωρών. Στην αρχή, επιβάλλουν την ημερήσια διάταξή τους στις κοινωνίες. Στη συνέχεια, μετατρέπουν την αντιπαράθεση σε διαπραγμάτευση. Αποπολιτικοποιούν την αντίσταση και δημιουργούν εμπόδια στα τοπικά λαϊκά κινήματα, τα οποία είναι παραδοσιακά ανεξάρτητα.
Οι ΜΚΟ διαθέτουν προϋπολογισμούς που τους επιτρέπουν να απασχολούν ντόπιους, οι οποίοι, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, θα είχαν εξελιχθεί σε στελέχη των κινημάτων αντίστασης.
Ωστόσο, πλέον, τους δίνεται η ευκαιρία να αισθάνονται ότι κάνουν το καλό με άμεσο και δημιουργικό τρόπο, ενώ ταυτόχρονα κερδίζουν τη ζωή τους. Η πραγματική πολιτική αντίσταση δεν γνωρίζει παρόμοιες ευκολίες.
===========
(1) Απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε στο Σαν Φρανσίσκο, Καλιφόρνια, στις 16 Αυγούστου του 2004.
(2) (Σημείωση του γάλλου μεταφραστή): Στη γλώσσα ίντι, γίνεται διάκριση ανάμεσα στο «σαρκάρ», την κυβέρνηση, και στο «κοινό» με τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή στον πληθυσμό.
* Συγγραφέας («Ο Θεός των μικρών πραγμάτων», Εκδόσεις Ψυχογιός, «Η Αξία της ζωής», Εκδόσεις Ψυχογιός).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου