Toυ David Harvey
Σύμφωνα με τη θεωρία, το νεοφιλελεύθερο κράτος θα πρέπει να εξασφαλίζει ισχυρά δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας για τον καθένα, την εφαρμογή του νόμου και τους θεσμούς των αγορών και του ελεύθερου εμπορίου, ώστε να λειτουργούν χωρίς εμπόδια.1 Αυτές είναι οι θεσμικές διευθετήσεις που θεωρούνται ουσιώδεις όσον αφορά τις εγγυήσεις των ατομικών ελευθεριών. Το νομικό πλαίσιο είναι το πλαίσιο των συμβατικών υποχρεώσεων που τις διαπραγματεύονται ελεύθερα τα νομικά πρόσωπα μεταξύ τους, εντός της αγοράς. Η ιερότητα των συμβολαίων και του ατομικού δικαιώματος στην ελευθερία δράσης, έκφρασης και επιλογής πρέπει να προστατεύονται. Συνεπώς, το κράτος πρέπει να χρησιμοποίει το μονοπώλιό του στα μέσα της βίας, για να διατηρεί αυτή την ελευθερία πάση θυσία. Κατ' επέκταση, η ελευθερία των επιχειρήσεων και των εταιρειών (που νομικά λογίζονται ως άτομα) να λειτουργούν μέσα σ' αυτό το θεσμικό πλαίσιο των ελεύθερων αγορών και του ελεύθερου εμπορίου θεωρείται θεμελιώδες αγαθό. Η ιδιωτική επιχείρηση και η επιχειρηματική πρωτοβουλία θεωρούνται καίριες για την καινοτομία και τη δημιουργία πλούτου. Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύονται (π.χ. μέσω των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), έτσι ώστε να ενθαρρύνονται οι τεχνολογικές αλλαγές. Οι συνεχείς αυξήσεις στην παραγωγικότητα πρέπει συνεπώς να δημιουργούν υψηλότερο επίπεδο ζωής για όλους. Βάσει της υπόθεσης ότι «όταν φουσκώνουν τα νερά ανυψώνονται όλες οι βάρκες» ή του «φαινομένου της διάχυσης του πλούτου», η νεοφιλελεύθερη θεωρία υποστηρίζει πως η εξάλειψη της φτώχειας (στο εσωτερικό της κάθε χώρας και σε παγκόσμια κλίμακα) μπορεί να εξασφαλιστεί καλύτερα μέσω των ελεύθερων αγορών και του ελεύθερου εμπορίου.
Οι νεοφιλελεύθεροι επιδεικνύουν ιδιαίτερη φιλοπονία όταν επιδιώκουν την ιδιωτικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων. Η απουσία σαφών...
ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων' -όπως συμβαίνει σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες- θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα θεσμικά εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη και στη βελτίωση της ανθρώπινης ευημερίας. Η ατομική ιδιοκτησία των κοινών αγαθών και η παραχώρηση ατομικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επ’ αυτών θεωρείται ο καλύτερος τρόπος προστασίας έναντι της αποκαλούμενης «τραγωδίας των κοινών αγαθών» (την τάση των ατόμων να υπερεκμεταλλεύονται ανεύθυνα τους κοινούς πόρους, όπως η γη και το νερό). Τομείς που προηγουμένου διοικούνταν ή ρυθμίζονταν από το κράτος πρέπει να παραδοθούν στην ιδιωτική σφαίρα και να απορρυθμιστούν (να απαλλαγούν από οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση). Ο ανταγωνισμός -μεταξύ ατόμων, εταιρειών, εδαφικών οντοτήτων (πόλεων, περιφερειών, εθνών, περιφερειακών ομαδοποιήσεων)- θεωρείται θεμελιώδες προσόν. Βεβαίως, πρέπει να τηρούνται ορθά οι βασικοί κανόνες του αγοραίου ανταγωνισμού. Σε καταστάσεις όπου δεν έχουν διατυπωθεί ξεκάθαρα τέτοιοι κανόνες ή είναι δύσκολο να προσδιοριστούν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, το κράτος πρέπει να χρησιμοποιήσει την εξουσία του για να επιβάλει ή να επινοήσει συστήματα αγοράς (όπως είναι η εμπορία των δικαιωμάτων ρύπανσης). Υποστηρίζεται ότι η ιδιωτικοποίηση και η απορρύθμιση, συνδυασμένες με τον ανταγωνισμό, εξαλείφουν τη γραφειοκρατία, αυξάνουν την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα, βελτιώνουν την ποιότητα και μειώνουν το κόστος, τόσο άμεσα στο επίπεδο του καταναλωτή, μέσω των πιο φθηνών εμπορευμάτων και υπηρεσιών, όσο και έμμεσα μέσω της μείωσης των φορολογικών βαρών. Το νεοφιλελεύθερο κράτος πρέπει να επιδιώκει μονίμως εσωτερικές αναδιοργανώσεις και νέες θεσμικές διευθετήσεις που βελτιώνουν την ανταγωνιστική του θέση ως οντότητας έναντι άλλων κρατών στην παγκόσμια αγορά.
Ενώ η προσωπική και ατομική ελευθερία μέσα στην αγορά είναι εγγυημένες, κάθε άτομο είναι υπεύθυνο και υπόλογο για τις πράξεις και την ευημερία του. Αυτή η αρχή επεκτείνεται στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας, της εκπαίδευσης, της υγείας ακόμη και των συντάξεων (η κοινωνική ασφάλιση έχει ιδιωτικοποιηθεί στη Χιλή και τη Σλοβακία και υπάρχουν προτάσεις να γίνει το ίδιο στις ΗΠΑ). Η ατομική επιτυχία ή αποτυχία ερμηνεύονται βάσει των επιχειρηματικών αρετών ή των προσωπικών μειονεκτημάτων (όπως το να μην επενδύει κανείς αρκετά στο δικό του ανθρώπινο κεφάλαιο μέσω της εκπαίδευσης), αντί να αποδίδονται σε οποιοδήποτε συστημικό χαρακτηριστικό (όπως είναι οι ταξικοί αποκλεισμοί που συνήθως αποδίδονται στον καπιταλισμό).
Η ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου μεταξύ τομέων, περιοχών και χωρών θεωρείται εξίσου κρίσιμη. Πρέπει να αρθούν όλα τα εμπόδια σ' αυτή την ελεύθερη κίνηση (όπως δασμοί, φορολογικές επιβαρύνσεις, σχεδιασμός και περιβαλλοντικοί έλεγχοι ή άλλα τοπικά κωλύματα), εκτός από εκείνους τους τομείς που θεωρούνται κρίσιμοι «για το εθνικό συμφέρον», όπως κι αν ορίζεται. Η κρατική κυριαρχία επί των κινήσεων των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου πρέπει να παραδοθεί μετά προθυμίας στην παγκόσμια αγορά. Ο διεθνής ανταγωνισμός θεωρείται υγιής, εφόσον βελτιώνει την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα, χαμηλώνει τις τιμές και κατά συνέπεια χαλιναγωγεί τις πληθωριστικές τάσεις. Κατά συνέπεια, τα κράτη πρέπει να διαπραγματευθούν συλλογικά τη μείωση των εμποδίων στη διασυνοριακή κίνηση των κεφαλαίων και να ανοίξουν τις αγορές (τόσο για τα εμπορεύματα όσο και για το κεφάλαιο) στην παγκόσμια ανταλλαγή. Ωστόσο, το αν θα εφαρμοστεί η ίδια λογική στην εργασία ως εμπόρευμα είναι κάτι αμφιλεγόμενο. Στο βαθμό που όλα τα κράτη πρέπει να συνεργάζονται για να μειώσουν τα εμπόδια στην ανταλλαγή, πρέπει να εμφανίζονται δομές συντονισμού όπως είναι η ομάδα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Καναδάς και Ιαπωνία) γνωστή ως G7 (τώρα GS με την προσθήκη της Ρωσίας). Διεθνείς διακρατικές συμφωνίες που εγγυώνται το κράτος δικαίου και την ελευθερία του εμπορίου, όπως εκείνες που ενσωματώνονται στις συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, είναι καίριας σημασίας για την προώθηση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου στην παγκόσμια σκηνή.
Ωστόσο, οι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί τρέφουν βαθιά καχυποψία για τη δημοκρατία. Η διακυβέρνηση βάσει της αρχής της πλειοψηφίας θεωρείται δυνητική απειλή για τα ατομικά δικαιώματα και τις συνταγματικές ελευθερίες. Η δημοκρατία θεωρείται πολυτέλεια, δυνατή μόνο υπό συνθήκες σχετικής αφθονίας συνδυασμένης με την ισχυρή παρουσία της μεσαίας τάξης, για να εγγυάται την πολιτική σταθερότητα. Έτσι οι νεοφιλελεύθεροι τείνουν να ευνοούν τη διακυβέρνηση από τεχνοκράτες και ελίτ. Εκφράζεται μια ισχυρή προτίμηση στη διακυβέρνηση με εκτελεστικές διαταγές και δικαστικές αποφάσεις, παρά με δημοκρατική και κοινοβουλευτική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Οι νεοφιλελεύθεροι προτιμούν να απομονώνουν βασικούς θεσμούς, όποιος είναι η κεντρική τράπεζα, από τις δημοκρατικές πιέσεις. Δεδομένου ότι η νεοφιλελεύθερη θεωρία επικεντρώνει στο κράτος δικαίου και στην αυστηρή ερμηνεία της συνταγματικότητας, έπεται ότι η σύγκρουση και η αντίθεση πρέπει να διευθετούνται με τη μεσολάβηση των δικαστηρίων. Λύσεις και θεραπείες των οποιωνδήποτε προβλημάτων πρέπει να επιδιώκονται από τα άτομα μέσω του δικαστικού συστήματος.
«κείμενο για εύλογη χρήση μόνο»
ΠΗΓΗ:«Νεοφιλελευθερισμός», Καστανιώτης, 2007, σελ 97-100
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου