Γιάννης Τόλιος,
διδάκτωρ οικονομικών επιστημών
10.4.2011
Το βιβλίο της καναδής δημοσιολόγου Ναόμι Κλάϊν, «Το Δόγμα του ΣΟΚ», αποτελεί ένα εξαίρετο δείγμα μαχόμενης δημοσιογραφίας και ταυτόχρονα πολύτιμο εγχειρίδιο κοινωνικής ψυχολογίας. Ταυτόχρονα το βιβλίο κάνει μια ανατομή του «DNA» του νεοφιλελευθερισμού και τη βαθύτερη τάση του σύγχρονου καπιταλισμού προς την «αντίδραση» σε όλα τα μέτωπα. Με την ανάλυση της η Ν.Κλάϊν δικαιώνει πλήρως τη φράση του Λένιν ότι «η πολιτική αποτελεί συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας», παρ’ ότι η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως οπαδός του Κέϋνς, ενώ τα πολιτικά της όρια δεν πάνε πέραν της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Το βιβλίο κατά τη συγγραφέα «αμφισβητεί τον πιο κεντρικό και λατρεμένο ισχυρισμό της επίσημης ιστορίας, ότι ο θρίαμβος του απορυθμισμένου καπιταλισμού σήμαινε τη γέννηση της ελευθερίας, ότι χωρίς περιορισμούς οι αγορές συμβαδίζουν με τη δημοκρατία, κά». Εγώ λέει χαρακτηριστικά, «θα αποδείξω ότι η μαμή αυτής της φονταμεταλιστικής μορφής καπιταλισμού υπήρξαν πάντα οι πιο βίαιες μορφές καταναγκασμού, οι οποίες επιβλήθηκαν τόσο στο συλλογικό πολιτικό σώμα όσο και σε αναρίθμητα σώματα μεμονωμένων ατόμων». (σελ.36)
Η ψυχιατρική μέθοδος «ΣΟΚ» στην υπηρεσία της CIA
Το «Δόγμα του ΣΟΚ» αντλεί την προέλευση του από τις αντιλήψεις και πρακτικές του ψυχίατρου Γιούεν Κάμερον, πρόεδρου της «Αμερικανικής και Καναδικής Ψυχιατρικής Ένωσης» στην περίοδο..
μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο. Το 1950 ο Κάμερον είχε απορρίψει την κλασσική φροϊδική τεχνική της θεραπείας «μέσω του λόγου» προκειμένου να αποκαλυφθούν οι «βαθύτερες αιτίες» της ψυχικής διαταραχής των ασθενών. Φιλοδοξία του δεν ήταν να βελτιώσει ή να αποκαταστήσει την υγεία τους, αλλά να τους αναπλάσει χρησιμοποιώντας μια μέθοδο την οποία ονόμαζε «ψυχική καθοδήγηση».
Τα αποτελέσματα της μεθόδου ποτέ δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες του Κάμερον γεγονός που το παραδέχτηκε και ο ίδιος το 1960. Ωστόσο για τα πειράματα του ενδιαφέρθηκε η CIA, η οποία από τα μέσα της δεκαετίας ’50 είχε εγκαινιάσει ένα απόρρητο ερευνητικό πρόγραμμα για «ειδικές ανακριτικές τεχνικές». Η αρχική ονομασία ήταν «Γαλάζιο Πουλί», σε συνέχεια «Σχέδιο Αγκινάρα» και το 1953 πήρε την ονομασία «MKUltra». Στη διάρκεια μιας δεκαετίας ξοδεύτηκαν πάνω από 25 εκατ.δολ. για να βρεθούν τρόποι να «σπάνε» οι κρατούμενοι για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι ήταν κομμουνιστές ή διπλοί πράκτορες. Ογδόντα ιδρύματα συμμετείχαν στο πρόγραμμα συμπεριλαμβανομένων και σαράντα τεσσάρων πανεπιστημίων και δώδεκα νοσοκομείων. Ο Κάμερον όντας φανατικός αντικομμουνιστής συνεργάστηκε με τη CIA παίρνοντας το 1957 ειδική επιχορήγηση υπέρ μιας οργάνωσης βιτρίνας με την επωνυμία «Εταιρία για την Έρευνα της Ανθρώπινης Οικολογίας».
Ο Κάμερον χρησιμοποίησε την επιχορήγηση τη CIA για να μετατρέψει τους παλιούς στάβλους πίσω από το νοσοκομείο που εργαζόταν σε κελιά απομόνωσης. Η αποστέρηση των αισθήσεων επιβαλλόταν σε ειδικό «δωμάτιο ύπνου» όπου οι ασθενείς παρέμεναν ναρκωμένοι για είκοσι με είκοσι δύο ώρες το εικοσιτετράωρο, με τις νοσοκόμες να τους αλλάζουν θέση πάνω στο κρεβάτι ώστε να μην πιάνονται και να τους ξυπνούν μόνο για να φάνε και πάνε στην τουαλέτα. Κατά το Κάμερον υπήρχαν δυο πράγματα που επέτρεπαν στον ασθενή (ή κρατούμενο) να έχει αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Η συνεχής ροή αισθητηριακών ερεθισμάτων και η μνήμη. Με τα ηλεκτροσόκ εξουδετέρωσε τη μνήμη, ενώ με κελιά πλήρους απομόνωσης εξουδετέρωσε την εισροή αισθητηριακών ερεθισμάτων. Η αποδόμηση της προσωπικότητας ήταν η «κατάλυση» των αμυνών του, κάτι ανάλογο με το «σπάσιμο» ενός ατόμου που υποβάλλεται σε συνεχή ανάκριση. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων του Κάμερον βρήκαν πλατιά χρήση στις ανακριτικές μέθοδες της CIA σε διάφορες χώρες τα τελευταία πενήντα χρόνια, φτάνοντας ως και στους αφγανούς κρατούμενους στο Γκουαντανάμο. Η μεταγενέστερη αναφορά στα συγκεκριμένα πειράματα περιγράφονται απλά ως «έλεγχος σκέψης» και «πλύση εγκεφάλου», ποτέ όμως ως «βασανιστήρια» παρ’ ότι αυτός ήταν ο σκοπός πραγματοποίησης τους.
Ο Μίλτον Φρίντμαν, δόκτωρ Μένγκελε της οικονομικής θεωρίας
Ωστόσο το «δόγμα του ΣΟΚ», εκτός από τις ανακριτικές μεθόδους της CIA, έμελλε να έχει ευρύτερη εφαρμογή στο πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας για τη χειραγώγηση της κοινωνικής συνείδησης. Ένα ισχυρό γεγονός (σοκ), αποδομεί την κοινωνική συνείδηση, μειώνει τις αντιστάσεις του κοινωνικού σώματος κάνοντας πιο εύκολο το πέρασμα συγκεκριμένων πολιτικών. Κατά συνέπεια μπορεί να τύχει ευρύτερης εφαρμογής (οικονομία, πολιτική, στρατιωτικές επιχειρήσεις, κά). Ειδικότερα στην οικονομία το «δόγμα ΣΟΚ» χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση των νεοφιλελεύθερων δογμάτων της «Οικονομικής Σχολής Σικάγου» με κυρίαρχη φιγούρα το Μίλτον Φρίντμαν, στην περίοδο 1960-2000. Ο Φρίντμαν ήταν αντίθετος σε κάθε ιδέα κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Πίστευε ότι η οικονομία και γενικά η κοινωνία παρεξέκλινε από το σωστό δρόμο όταν οι πολιτικοί άρχισαν να εφαρμόζουν τις ιδέες του Κέϋνς για ρύθμιση της οικονομίας. Ο Φρίντμαν πίστευε ότι όπως τα αυτορυθμιζόμενα οικοσυστήματα, έτσι και η αγορά αν αφεθεί στους δικούς της μηχανισμούς θα δημιουργήσει το σωστό αριθμό προϊόντων στις σωστές τιμές, παραγόμενα από εργάτες που θα αμείβονται με τους σωστούς μισθούς να τα αγοράσουν, ένας παράδεισος άφθονης απασχόλησης, απεριόριστης δημιουργικότητας και μηδενικού πληθωρισμού.
Η αποστολή του Φρίντμαν όπως και εκείνη του Κάμερον, εδραζόταν στο όραμα της επαναφοράς της οικονομίας σε μια κατάσταση «φυσικής υγείας». Ο Φρίντμαν οραματιζόταν να επιβάλει πρακτικές αποδόμησης των κοινωνιών και να τις επαναφέρει σε κατάσταση γνήσιου καπιταλισμού, απαλλαγμένου από κάθε παρέμβαση (κρατικές ρυθμίσεις, περιορισμούς στο εμπόριο, κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων, κά). Σε αντιστοιχία με όσα πρέσβευε ο Κάμερον για τον ανθρώπινο νου, ο Φρίντμαν πίστευε ότι αν μια οικονομία υπόκειται σε έντονες στρεβλώσεις, ο μοναδικός τρόπος για να επιστρέψει σε κατάσταση ισορροπίας είναι η εσκεμμένη πρόκληση οδυνηρών σόκ, δηλαδή απορύθμιση, ιδιωτικοποιήσεις, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, αποδόμηση κράτους πρόνοιας, κά.
Η «αγία τριάδα» του νεοφιλελευθερισμού σηματοδοτείται με την πλήρη εξάλειψη της δημόσιας σφαίρας, την απόλυτη ελευθερία στις εταιρίες και στην απελευθέρωση των αγορών. Για το ΔΝΤ η αντίστοιχη «τριάδα», προκειμένου να χορηγήσει δάνειο σε κάποια χώρα, εκφράζεται με τις ιδιωτικοποιήσεις, την κρατική απορύθμιση και τις μεγάλες περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και στους μισθούς. Στη δεκαετία του 1980 όταν είχε ξεσπάσει η κρίση υπερχρέωσης στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και Αφρικής το ΔΝΤ τις ανάγκασε να εφαρμόσουν το πρόγραμμα «διαρθρωτικής προσαρμογής» που κύριο χαρακτηριστικό είχε τις ιδιωτικοποιήσεις και το άνοιγμα των αγορών που τις οδήγησε στα «τάρταρα» της υπανάπτυξης. Το ίδιο έγινε με τη χρηματοπιστωτική κρίση της Ασίας 1997-98, όπου ανάγκασε τις «ασιατικές τίγρεις» στο άνοιγμα των αγορών και τη μεγαλύτερη εκποίηση δημοσίων επιχειρήσεων που έγινε ποτέ σε ολόκληρο τον κόσμο. Το ίδιο στη Ρωσία, τη Ν.Αφρική, την Πολωνία και αλλού. Στην ουσία οι αντιλήψεις του Φρίντμαν και της «Σχολής Σικάγου» εξέφραζαν τα πιο στενά συμφέροντα των μονοπωλιακών ενώσεων και πολυεθνικών εταιριών που από τη φύση τους διψούν για νέες κερδοφόρες πηγές και μεγάλες αγορές χωρίς ρυθμίσεις και κανονισμούς σε παγκόσμια κλίμακα. Όπως επισημαίνει η Ναόμι Κλάϊν, «ο Φρίντμαν με τον πόλεμο εναντίον του “κράτους πρόνοιας” και της “μεγάλης κυβέρνησης”, υποσχόταν μια νέα πηγή γρήγορου πλουτισμού μόνο που αυτή τη φορά αντί για νέες περιοχές το καινούργιο έδαφος που έπρεπε να κατακτηθεί ήταν το ίδιο το κράτος με τις δημόσιες υπηρεσίες και την κρατική περιουσία να εκποιούνται με αντίτιμο πολύ μικρότερο της αξίας τους». (σελ.86)
Για τους οπαδούς της «Οικονομικής Σχολής του Σικάγου», ο μαρξισμός ήταν από a priori αντίπαλος. Όμως με μεγάλη εχθρότητα αντιμετώπιζαν και τις άλλες σχολές οικονομικής σκέψης που πρόβαλλαν την ιδέα της κρατικής ρύθμισης και ιδιαίτερα των κεϋνσιανών αντιλήψεων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, καθώς και των οικονομολόγων της ανάπτυξης στον τότε Τρίτο Κόσμο. Όλοι αυτοί παρ’ ότι δεν πίστευαν στις ιδέες του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, ήθελαν μια «μεικτή οικονομία», δηλαδή ένα μείγμα καπιταλισμού της αγοράς με κρατική ρύθμιση, στην παραγωγή και διανομή αγαθών, στη διασφάλιση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων, στην κρατική ιδιοκτησία στα δημόσια αγαθά (υπηρεσίες κοινής ωφέλειας), κά. Οι οπαδοί της Σχολής του Σικάγου απέρριπταν τη μεικτή οικονομία και επιζητούσαν επιστροφή στον ανόθευτο καπιταλισμό. Αυτή η επιδίωξη της καθαρότητας οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον συντηρητικό αυστριακό οικονομολόγο Φρίντριχτ Χάγιεκ, που είχε διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου στη δεκαετία του 1950 και ήταν ο μέντορας του Μίλτον Φρίντμαν. Ωστόσο οι ιδέες της Σχολής του Σικάγου, αποτελούσαν μια «παραφωνία» στο κυρίαρχο κεϋνσιανό ρεύμα της εποχής στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Εκτός από ένα μικρό τμήμα διανοουμένων οι απόψεις τους δεν εύρισκαν πρόσφορο έδαφος με εξαίρεση τα πολύ ισχυρά συμφέροντα (μεγάλες εταιρίες και πολυεθνικές) που στήριζαν με διάφορους τρόπους (χορηγίες) τη διάδοση τους. Μόνο προς τα τέλη δεκαετίας ’70 αρχές δεκαετία 1980, οι απόψεις του Φρίντμαν βγήκαν με δυναμισμό στο προσκήνιο με την ανάδειξη του Ρίγκαν και Θάτσερ στην ηγεσία των ΗΠΑ και της Αγγλίας.
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι κεϋνσιανές ιδέες ρύθμισης της οικονομίας και η επίτευξη σχετικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού την μεταπολεμική περίοδο, οφείλεται σε συγκεκριμένες πολιτικο-κοινωνικές αιτίες, όπως αντίστοιχα και της «νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης» από τέλος δεκαετίας ’70. Ειδικότερα η μεγάλη κρίση της δεκαετίας του ‘30 στις ΗΠΑ και άλλες χώρες της Ευρώπης, αποκάλυψε την «αποτυχία της αγοράς» (δηλαδή του αυτορυθμιζόμενου καπιταλισμού του laissez-faire). Από την άλλη οι επιτυχίες της νεαρής «Σοβιετικής Ένωσης» έδειξαν ότι υπάρχει εναλλακτικός τρόπος διεύθυνσης της οικονομίας. Ο καπιταλισμός φάνηκε να χάνει το «ιστορικό πλεονέκτημα». Μετά τον πόλεμο, η αντιφασιστική νίκη των λαών, η άνοδος της αριστεράς και του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η νίκη της κινέζικης επανάστασης, κά, έδειξαν ότι ο καπιταλισμός για να επιβιώσει έπρεπε να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις. Οι κεϋνσιανές ιδέες εξέφραζαν ακριβώς τις απαιτήσεις του κεφαλαίου στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Ωστόσο με την κρίση της δεκαετίας ’70 και τα αδιέξοδα του κεϋνσιανού μοντέλου διεύθυνσης της καπιταλιστικής οικονομίας, φάνηκαν τα όρια «της κρατικο-μονοπωλιακής ρύθμισης». Από την άλλη η άνοδος της συγκέντρωσης κεφαλαίου, η γιγάντωση των πολυεθνικών εταιριών και των μονοπωλιακών ενώσεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, πίεζαν για κατάργηση των ρυθμίσεων και των εμποδίων ασύδοτης δράσης τους. Το σύνθημα για ελευθερία των αγορών σημαίνει ασυδοσία των πολυεθνικών σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Έτσι οι ιδέες της «Σχολής του Σικάγου» βρήκαν γόνιμο έδαφος, το οποίο σε συνδυασμό με το «στρατηγικό» κενό που άφησε η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», έκαναν το νεοφιλελεύθερο ρεύμα κυρίαρχο, με αποκορύφωμα τη γνωστή φράση του Φουκουγιάμα περί «τέλους της ιστορίας». Ωστόσο η βασιλεία του νεοφιλελεύθερου ρεύματος δεν θα κρατήσει για πολύ και η νέα μεγάλη κρίση που ξέσπασε το 2007 αποκαλύπτει με δραματικό τρόπο την αποτυχία του, φέροντας με ένταση στο προσκήνιο το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».!
Η εφαρμογή στην πράξη των δογμάτων της «Σχολής Σικάγου»
Η πρώτη εφαρμογή των ιδεών της «Σχολής του Σικάγου» βρήκε πρακτική εφαρμογή στη Χιλή από τη δικτατορία του Πινοτσέτ του οποίου ο Φρίντμαν υπήρξε προσωπικός σύμβουλος. Είχε προηγηθεί μακριά περίοδο προετοιμασίας (1957-1970) με υποτροφίες χιλιανών φοιτητών στη Σχολή του Σικάγου και τη δημιουργία ενός πυρήνα νεοφιλελεύθερων «ιεραποστόλων», που μετά το πραξικόπημα της 11ης Σεπτέμβρη 1973 ανάλαβαν δράση. Υπό του ήχους των πολυβόλων την ημέρα του πραξικοπήματος, στα τυπογραφεία της δεξιάς εφημερίδας «El Merkurio» τύπωσαν το αναλυτικό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα το ονομαζόμενο «Τούβλο» το οποίο παρέδωσαν στην επομένη στο Πινοσέτ και ανέλαβαν την εφαρμογή του καταλαμβάνοντας τα κυριότερα πόστα στα οικονομικά υπουργεία και υπηρεσίες. Οι προτάσεις στο τελικό κείμενο είχαν μια εντυπωσιακή ομοιότητα με εκείνες που περιέχονται στο βιβλίο του Φρίντμαν «Capitalism and Freedom»: ιδιωτικοποιήσεις, απορύθμιση, περικοπές κοινωνικών δαπανών, δηλ. την «αγία τριάδα» της ελεύθερης αγοράς. Το όνειρο του Φρίντμαν και ο τρόπος εφαρμογής του έγιναν πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον ίδιον «αν υιοθετηθεί η προσέγγιση του σοκ, πιστεύω ότι θα πρέπει να ανακοινωθεί δημόσια και λεπτομερώς, ώστε να επενεργήσει πολύ σύντομα. Όσο πιο ενημερωμένος είναι ο πληθυσμός τόσο περισσότερο θα διευκολύνουν οι αντιδράσεις του στην προσαρμογή του». (σελ.107)
Ο απολογισμός από την εφαρμογή του προγράμματος ήταν μακάβριος. Πάνω από 3.200 άνθρωποι εξαφανίστηκαν ή εκτελέστηκαν, 80.000 φυλακίστηκαν και 200.000 έφυγαν από τη χώρα για πολιτικούς λόγους. Το να είσαι αριστερός εκτός φυλακή σήμαινε να είσαι κυνηγημένος (παρανομία, κρησφύγετα, κώδικες επικοινωνίας, πλαστές ταυτότητες, καθημερινό αγώνα να είσαι ένα βήμα μπροστά από τη μυστική αστυνομία, κά). Στο οικονομικό πεδίο τον πρώτο χρόνο εφαρμογής της θεραπείας-σοκ η οικονομία της Χιλής συρρικνώθηκε κατά 15%, η ανεργία από 3% επί Αλιέντε τινάχτηκε στο 20%, η πληθωρισμός άγγιξε το 375%, το 74% του μισθού πήγαινε μόνο για αγορά ψωμιού. Η «θεραπευτική αγωγή» προκάλεσε σπασμούς σε όλη τη χώρα που κράτησε ως τέλος δεκαετίας 1980 όταν η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει. Σκοπός της θεραπείας-σοκ δεν ήταν να επαναφέρει την οικονομία σε κατάσταση υγείας αλλά να συγκεντρωθεί ο πλούτος σε λίγα χέρια, να εξαφανιστούν οι κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζόμενων και το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων στρωμάτων. Για ορισμένους η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχει άμεση σχέση με τις πολιτικές της «ελεύθερης αγοράς. Ωστόσο ο Μίλτον Φρίντμαν ως πνευματικός πατέρας της ομάδας των οικονομολόγων που καθοδηγούσαν την οικονομία της Χιλής ήταν συνυπεύθυνος για τα εγκλήματα του Πινοτσέτ. Μεταξύ ελεύθερης αγοράς και καταπάτησης της δημοκρατίας υπάρχει βαθύτερος εσωτερικός δεσμός.
Εμπειρίες εφαρμογής του δόγματος ΣΟΚ στις ΗΠΑ
Το μοντέλο της Χιλής αποτέλεσε το πρότυπο εφαρμογής σε όλες σχεδόν τις χώρες του Νότιου Κώνου (Αργεντινή, Ουρουγουάη, Βολιβία, κά). Ωστόσο το «δόγμα του ΣΟΚ» δεν βρήκε εφαρμογή αποκλειστικά στις χώρες της Λατινικής Αμερικής αλλά σε πολλές περιοχές του κόσμου (Ανατολική Ευρώπη, Αφρική και Ασία) μη εξαιρουμένων των ΗΠΑ. Άλλωστε η σκληρός πυρήνας του νεοφιλελευθερισμού έχει ως βάση τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα, που με αφορμή διάφορα «κρισιακά» γεγονότα τίθεται σε εφαρμογή για την προώθηση ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Ειδικότερα στις ΗΠΑ, παρά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των κυβερνήσεων Ρίγκαν και Μπους, η ακραία εκδοχή της «Σχολής του Σικάγου» δεν είχε εφαρμοστεί ανοικτά. Η ευκαιρία δόθηκε με την 11η Σεπτέμβρη 2001.
Αποτελεί ιστορικό παράδοξο ότι την 10ην Σεπτέμβρη 2001, παραμονή της 11ης Σεπτέμβρη, ο υπουργός άμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ σε ομιλία του στο Πεντάγωνο είχε κηρύξει εκστρατεία κατά της γραφειοκρατίας του Πενταγώνου. Παρ’ ότι είχε ζητήσει αύξηση των στρατιωτικών δαπανών από το Κογκρέσο κατά 11%, ζήτησε ταυτόχρονα μείωση δαπανών για ένστολο προσωπικό κατά 15%, και την ανάθεση σειράς παραδοσιακών δραστηριοτήτων των ενόπλων δυνάμεων στις ιδιωτικές εταιρίες, αρχίζοντας από τη διαχείριση αποθηκών, καθαριότητα, απορρίμματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στρατιωτών, κατοικίες των στρατιωτικών να κατασκευάζονται από ιδιωτικές εταιρίες, κά. Κατά τον Ράμσφελντ το υπουργείο Άμυνας έπρεπε να εστιάσει στη βασική του αρμοδιότητα τη διεξαγωγή των πολέμων, όλα τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να ανατεθούν σε ιδιώτες προμηθευτές. Έτσι μετά τον ακρωτηριασμό των κρατικών λειτουργιών στη δεκαετία 1980 και 1990 με την ιδιωτικοποίηση όλων των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, ήλθε τώρα η σειρά για τις δραστηριότητες του «σκληρού πυρήνα» του έθνους-κράτους (ένοπλες δυνάμεις, αστυνομία, πυροσβεστική, δημόσια διοίκηση, υπηρεσίες πληροφοριών, κά). Οι ιδιωτικές εταιρίες με τα τεράστια κέρδη που αποκόμισαν από την εκποίηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα, έβαλαν στο στόχαστρο τις κρατικές δραστηριότητες. Προωθείται όπως τονίζει η Ναόμι Κλάϊν, «ο θεμελιώδης κορπορατικός κανόνας της αντεπανάστασης, σύμφωνα με τον οποίο το Μεγάλο Κράτος πρέπει να συνεργαστεί με τις Μεγάλες Επιχειρήσεις για αναδιανεμηθεί ο πλούτος προς τα πάνω». (σελ.384)
Η επίθεση στους δίδυμους πύργους την 11ην Σεπτέμβρη 2001 και το σοκ που προκάλεσε, έσπευσε να το εκμεταλλευτεί η ομάδα του Μπους, που ξεκίνησε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας εξαρχής σχεδιασμένο να είναι ιδιωτικοποιημένος. Η υλοποίηση του σχεδίου είχε δύο στάδια. Στο πρώτο ο Λευκός Οίκος αξιοποίησε τη διάχυτη αίσθηση κινδύνου για να ενισχύσει δραστικά τις δραστηριότητες αστυνόμευσης, παρακολούθησης, κράτησης και διεξαγωγής πολέμων και σε δεύτερη φάση με ενισχυμένες χρηματοδοτήσεις (για την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας) εκχώρηση τους στον ιδιωτικό τομέα μέσω της ανάθεσης τους σε εξωτερικούς προμηθευτές. Σύμφωνα με το νέο δόγμα το κράτος δεν έπρεπε να παρέχει ασφάλεια αλλά να την αγοράζει από τον ιδιωτικό τομέα. Το υπουργείο Εθνικής Ασφαλείας που δημιούργησε το καθεστώς Μπους αποτελεί την πιο χαρακτηριστική έκφραση αυτού του νέου τρόπου διακυβέρνησης με την πλήρη ανάθεση των υπηρεσιών σε εξωτερικούς προμηθευτές. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα «κενό κέλυφος». Από την 11ην Σεπτέμβρη 2001 μέχρι το 2006 το υπουργείο Εθνικής Ασφαλείας έδωσε 130 δις δολ. σε εργοληπτικές εταιρίες, ενώ μόνο το 2003, ο Μπους υπέγραψε συνολικά συμβάσεις ύψους 327 δις δολ. με ιδιωτικές εταιρίες, που αντιστοιχούν στο 40% του προϋπολογισμού των ΗΠΑ. (σελ.404)
Βασικό στοιχείο της νέας δομής είναι η ανοικτή σχέση επικοινωνίας μεταξύ της πολιτικής, οικονομικής και ανώτερης γραφειοκρατικής ελίτ μέσα από τις «περιστρεφόμενες πόρτες» που στην πράξη έχουν μετατραπεί σε «αψίδες θριάμβου». Υψηλόβαθμα στελέχη του κρατικού μηχανισμού είναι ταυτόχρονα σε Δ.Σ. επιχειρήσεων, μια απόλυτη συγχώνευση των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ εν ονόματι της ασφάλειας και το κράτος να παίζει ρόλο προέδρου της ένωσης επιχειρηματιών. Αυτή η ανοικτή διαπλοκή, που σε άλλες χώρες έχει ονομαστεί «μαφιόζικος», «ολιγαρχικός», «ευνοιοκρατικός», κλπ καπιταλισμός, αποτελεί στην πραγματικότητα την πεμπτουσία της Σχολής του Σικάγου που θέλει να επιβάλει τις ιδέες της ιδιωτικοποίησης, της απορύθμισης, της συντριβής των συνδικάτων και την πλήρη αποδόμηση του κοινωνικού κράτους σε όφελος του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Η εφαρμογής του δόγματος ΣΟΚ στη Ρωσία
Η Ρωσία της δεκαετίας 1990 έγινε το «Ελ-Ντοράντο» των ιδεών του νεοφιλελευθερισμού. Μετά την ανατροπή του Γκορματσόφ και ανάληψη της προεδρίας από το Γιέλτσιν, στο διάστημα 1992-1998, με τις οδηγίες του ΔΝΤ και των «παιδιών του Σικάγου», εφαρμόστηκαν με μορφή «κεραυνοβόλου πολέμου» ακραία νεοφιλελεύθερα μέτρα με την επωνυμία «θεραπεία-σοκ» που μετέτρεψαν τη ρωσική κοινωνία σε «κρανίου τόπο». Απελευθέρωση τιμών, δραστικές περικοπές επιδοτήσεων, ιδιωτικοποίηση 225.000 κρατικών επιχειρήσεων, υποτίμηση νομίσματος, πολιτικές υπέρ του ελευθέρου εμπορίου, κά. Εκατομμύρια ρώσοι πολίτες έχασαν τις αποταμιεύσεις τους, εκατομμύρια εργαζόμενοι έμειναν απλήρωτοι για μήνες, πτώση λαϊκής κατανάλωσης κατά 40%, το 1/3 του πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι έντονες λαϊκές αντιδράσεις έφεραν σε αντιπαράθεση τον πρόεδρο Γιέλτσιν με την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου. Το ΔΝΤ πίεζε για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων εκβιάζοντας τη χορήγηση δανείου 1,5 δις δολ. Ο πλούτος που διακυβευόταν ήταν τεράστιος. Μεγάλα αποθέματα πετρελαίου, 30% των παγκόσμιων αποθεμάτων φυσικού αερίου, 20% των παγκόσμιων αποθεμάτων νικελίου, πολεμικές βιομηχανίες, κά.
Ο Γιέλτσιν αποφάσισε διάλυση του Κοινοβουλίου. Το τελευταίο σε ειδική συνεδρίαση αποφάσισε με 636 υπέρ και 2 κατά να παραπέμψει το Γιέλτσιν στο συνταγματικό δικαστήριο για παραβίαση συντάγματος. Ο Γιέλτσιν αρνήθηκε να δεχτεί την απόφαση. Μεγάλες συγκεντρώσεις λαού γύρω από το Κοινοβούλιο. Ο Γιέλτσιν καλεί το στρατό και βομβαρδίζει το Κοινοβούλιο ενώ μονάδες του στρατού ανοίγουν πυρ κατά των διαδηλωτών. Ήταν 4 Οκτώβρη 1993. Μέχρι το τέλος της ημέρας πάνω από 500 άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους και 1.000 ήταν τραυματίες. Η Μόσχα βιώνει τη μεγαλύτερη έκρηξη βίας από το 1917. Στο τέλος της ημέρας ο Γιέλτσιν «ανακηρύσσεται» και επίσημα Πινοτσέτ της Ρωσίας. Με διάταγμα διαλύει όλα τα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια της χώρας. Μια κλίκα νεόπλουτων δισεκατομμυριούχων οι γνωστοί «ολιγάρχες», αναλαμβάνουν την οικονομία της χώρας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι δόκτορες του σοκ είχαν ολοκληρώσει τη χορήγηση του «πικρού φάρμακου» στη ρωσική κοινωνία. Πάνω από 74 εκατ. ρώσοι ζούσαν κάτω από τα όρια της φτώχειας και το 25% (37 εκατ.) σε απελπιστική κατάσταση. Στη διάρκεια της δεκαετίας εφαρμογής της «θεραπείας σοκ» ο πληθυσμός της Ρωσίας μειώθηκε κατά 6,6 εκατ. άτομα. Στη σημερινή Ρωσία το χάσμα του πλούτου μεταξύ πλουσίων και φτωχών είναι τέτοιο που νομίζει κάποιος ότι ζουν σε διαφορετικές χώρες και σε διαφορετικούς αιώνες. «Η περίπτωση της Ρωσίας περισσότερο από την περίπτωση της Χιλής καταδεικνύει τι είναι στην πράξη η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς». (σελ.342)
Η εμπειρία εφαρμογής του «Δόγματος ΣΟΚ» στο Ιράκ
Ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν εφαρμογή του δόγματος ΣΟΚ σε στρατιωτικό και οικονομικό πεδίο. Ο φόβος για τα μέσα μαζικής καταστροφής χρησιμοποιήθηκε για να αποδεχτεί η κοινή γνώμη την εισβολή στο Ιράκ. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για τον έλεγχο των μεγάλων αποθεμάτων πετρελαίου (τρίτα στον κόσμο) και την κομβική γεωγραφική του θέση για την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων. Το δόγμα «Σοκ και Δέος» με τη μορφή αστραπιαίου πολέμου θα προκαλούσε γρήγορη κατάρρευση του εχθρού. Δεν στοχεύει μόνο τις εχθρικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά σύμφωνα με τους εμπνευστές του «την κοινωνία εν γένει», καθώς ο μαζικός φόβος είναι μια κομβική παράμετρος της εν λόγω στρατηγικής. Το «σοκ και δέος» δεν ήταν μια πολεμική στρατηγική όσο και μια επίδειξη ισχύος για παραδειγματισμό όσων τολμούσαν να αμφισβητήσουν με οποιονδήποτε τρόπο το κύρος των ΗΠΑ. Το «σοκ και δέος» εκτός από ψυχολογικό σχέδιο που πλήττει απ’ ευθείας τη βούληση του αντιπάλου να αντισταθεί, επιδιώκει την αποστέρηση και υπερφόρτωση των αισθήσεων με σκοπό τον αποπροσανατολισμό και την παλινδρόμηση του υποκειμένου.
Οι βομβαρδισμοί προκάλεσαν βαθιές πληγές στο Ιράκ, όμως ήταν κυρίως οι λεηλασίες που λύγισαν την ψυχή της χώρας. «Οι εκατοντάδες λαφυραγωγοί που έσπασαν πανάρχαια αγγεία, απογύμνωσαν χιλιάδες γυάλινες προθήκες και άρπαξαν χρυσά αντικείμενα και άλλες αρχαιότητες από το Εθνικό Μουσείο…Χάθηκε το 80% από το 170.000 αντικείμενα του μουσείου. Η Εθνική Βιβλιοθήκη στην οποία υπήρχαν αντίτυπα όλων των βιβλίων και των διδακτορικών διατριβών που είχαν δημοσιευτεί στο Ιράκ μετατράπηκε σε ερείπια. Εικονογραφημένα Κοράνια ηλικίας χιλίων ετών εξαφανίστηκαν από το Μουσείο Θρησκευτικών Υποθέσεων από το οποίο απέμεινε μόνο το καμένο εξωτερικό του κέλυφος…Η βαθιά μνήμη μιας ολόκληρης κουλτούρας, μιας κουλτούρας που συνεχιζόταν χιλιάδες χρόνια αφαιρέθηκε». (σελ.452) Η μεγαλύτερη ωστόσο λεηλασία της χώρας ήταν οικονομική. Επεβλήθη νέα νομοθεσία για την οικονομία και νέο νόμισμα. Η φορολόγηση των εταιριών μειώθηκε από το 45% στο 15%. Οι ξένες εταιρίες μπορούσαν να κατέχουν ως και το 100% των περιουσιακών στοιχείων μιας ιρακινής επιχείρησης. Οι ξένοι επενδυτές μπορούσαν να εξάγουν το 100% των κερδών τους, ενώ οι συμβάσεις ανάθεσης έργων ήταν τουλάχιστον σαράντα ετών. Ανοίχτηκαν τα σύνορα για απεριόριστες εξαγωγές. Οι κατοχικές αρχές δήμευσαν 20 δις δολ. της εθνικής εταιρίας πετρελαίου να τα διαθέσουν κατά το δοκούν. Απαγορεύτηκε στην κεντρική τράπεζα του Ιράκ να χρηματοδοτεί κρατικές επιχειρήσεις. Τέλος σύμφωνα με αξιόπιστη μελέτη ο πόλεμος στο Ιράκ είχε ως συνέπεια να χάσουν τη ζωή τους 650.000 ιρακινοί ως τον Ιούλιο 2006.
Οι αναλύσεις για τον πόλεμο του Ιράκ καταλήγουν συχνά στο συμπέρασμα ότι η εισβολή ήταν μια επιτυχία αλλά η κατοχή μια αποτυχία. Με την κατοχή εφαρμόστηκε πολιτική πλήρους ιδιωτικοποίησης της οικονομίας. Τα κεφάλαια που διατέθηκαν για την ανοικοδόμηση του Ιράκ δόθηκαν μόνο σε αμερικάνικες ιδιωτικές εταιρίες, ενώ τα υλικά κατασκευών (τσιμέντο, κά) όπως και οι εργάτες ήλθαν από το εξωτερικό στη λογική μιας «λυόμενης χώρας» που η συναρμολόγηση της θα γίνει στο Ιράκ. «Ούτε ένα δολάριο δεν δόθηκε στα ιρακινά εργοστάσια ώστε να ξαναρχίσουν να λειτουργούν, αποτελώντας τα θεμέλια για μια βιώσιμη οικονομία, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και χρηματοδοτώντας ένα σύστημα κοινωνικών υπηρεσιών». (σελ.466) Από το δημόσιο τομέα απολύθηκαν πάνω από 500.000 άτομα οι περισσότεροι στρατιωτικοί και πολλοί γιατροί, νοσοκόμες, δάσκαλοι, μηχανικοί κά. Η κατοχή του Ιράκ έγινε ένας αγωγός διοχέτευσης των δολαρίων των αμερικανών φορολογουμένων και των εσόδων από τις πωλήσεις του ιρακινού πετρελαίου, σε ξένες εταιρίες με εντελώς παράνομο τρόπο.
Στα πρώτα τριάμισι χρόνια της κατοχής του Ιράκ, οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ συνέλαβαν και φυλάκισαν πάνω από 61.500 ιρακινούς, ενώ 19.000 παρέμειναν κρατούμενοι. Μετά την εισβολή δεκάδες χιλιάδες διανοούμενοι-επιστήμονες δολοφονήθηκαν (πάνω από 300 ιρακινοί ακαδημαϊκοί και 2.000 γιατροί), ενώ πάνω από 4.000.000 εγκατέλειψαν την χώρα. Στις φυλακές εφαρμόζονταν συστηματικά βασανιστήρια. Κουβάδες με παγωμένο νερό, γερμανικά λυκόσκυλα που γάβγιζαν και έδειχναν τα δόντια τους, γροθιές και κλωτσιές, αποστέρηση αισθήσεων, εξαναγκασμός να στέκονται σε άβολες στάσεις, κά, καθώς συστηματικά ηλεκτροσόκ με γυμνά καλώδια. Δυστυχώς πολύ λίγο αναδείχτηκαν οι αγριότητες του συγκεκριμένου πολέμου στην πολιτισμένη Δύση και ήταν συγκριτικά μικρός ο βαθμός αλληλεγγύης που εκφράστηκε στον ιρακινό λαό.
Η καταστροφή του Ιράκ και τα συνακόλουθα σχέδια ανοικοδόμησης του είναι δύο όψεις του «καπιταλισμού της καταστροφής» που και στις δύο εκφάνσεις του οι ιδιωτικές εταιρίες παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Όσο περισσότερο διαρκούσε ο πόλεμος τόσο μετατρεπόταν σε ιδιωτικοποιημένο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του πρώτου Πολέμου του Κόλπου το 1991, ένας εργολάβος-μισθοφόρος αντιστοιχούσε σε 100 στρατιώτες. Το 2003 που ξεκίνησε η εισβολή, η αναλογία αυξήθηκε ένας εργολάβος-μισθοφόρος για 10 στρατιώτες και τρία χρόνια μετά την κατοχή ήταν 1 προς 3, ενώ μετά τα τέσσερα χρόνια κατοχής η αναλογία έγινε 1 προς 1,4. Στους αριθμούς αυτούς περιλαμβάνονται μόνο οι εργολάβοι-μισθοφόροι που εργάζονταν για την κυβέρνηση των ΗΠΑ και όχι για τα άλλα κράτη της συμμαχίας ή την ιρακινή κυβέρνηση και τις εργοληπτικές εταιρίες άλλων χωρών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις η αξία των μισθοφορικών-επιχειρήσεων ανέρχονταν σε 4 δις δολ. Έτσι με την ανάθεση τους σε εξωτερικούς προμηθευτές και την ιδιωτικοποίηση κάθε πτυχή της «καταστροφής» και «ανοικοδόμησης», δημιουργείται ένας αέναος κλειστός κύκλος κερδοφορίας. «Το σημερινό Ιράκ είναι ένα δημιούργημα της πενηντάχρονης σταυροφορίας για να ιδιωτικοποιηθεί ολόκληρος ο πλανήτης. Αντί να μας παραπλανούν οι δηλώσεις και αποκηρύξεις των δημιουργών του, οφείλουμε να το δούμε ως την πιο καθαρή ενσάρκωση της ιδεολογίας που το γέννησε». (σελ.483)
Επικαιρότητα του βιβλίου για την Ελλάδα
Ένας έλληνας αναγνώστης, διαβάζοντας το βιβλίο της Ναόμι Κλάϊν, εύλογα θα αναρωτηθεί αν το «δόγμα του ΣΟΚ» έχει καμιά σχέση με τα δρώμενα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Χωρίς αμφιβολία η φιλοσοφία του «δόγματος ΣΟΚ» διαπερνά τα όσα συμβαίνουν στη χώρα, τα οποία αρχίζουν να τα βιώνουν και οι λαοί των ευρωπαϊκών χωρών ιδιαίτερα της περιφέρειας της ευρωζώνης. Με αφορμή τη διόγκωση δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων, προωθείται με τη μορφή Μνημονίων, μεταξύ εθνικών κυβερνήσεων και «τρόϊκας» (ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ), μια «κοινωνική αντεπανάσταση» φέρνοντας την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα σε συνθήκες ζωής και εργασίας των αρχών του 1900. Η συγκεκριμένη «αντεπανάσταση» δεν επιχειρεί μόνο τη βίαιη ανακατανομή εισοδήματος και πλούτου υπέρ του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά αποτελεί συνολική αντιδραστική στροφή στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Ειδικότερα η κρίση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης (ΟΝΕ) στην ΕΕ, επιχειρείται να ξεπεραστεί με νεοφιλελεύθερα «υλικά (αυστηροποίηση «Συμφώνου Σταθερότητας», «Μόνιμος Ευρωπαϊκός Μηχανισμός», «Σύμφωνο για το Ευρώ», κά) που οδηγούν σε κατάργηση θεμελιωδών κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των εργαζόμενων και των λαών της Ευρώπης. Αυτήν την πολιτική του «σοκ και δέος» βιώνουν οι έλληνες και οι ευρωπαίοι εργαζόμενοι, οι οποίοι βρίσκονται σε φάση ανασύνταξης των δυνάμεων τους, ανάπτυξης μαχητικών αγώνων και αναψηλάφισης προοδευτικών δρόμων εξόδου από την κρίση και ανατροπής του «νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού» με προοπτική το σοσιαλισμό.
Τα όνειρα παίρνουν εκδίκηση
Όπως όλα τα θαύματα έτσι και το «θαύμα» του νεοφιλελευθερισμού (του καπιταλισμού της αυτορύθμισης χωρίς κρίσεις και αντιθέσεις) κράτησε μόνο τρεις μέρες, έστω κι αν ήταν δεκαετίες. Όταν πέθανε ο Φρίντμαν το 2006 σε ηλικία 94 ετών, το περιοδικό Fortune έγραψε ότι «το ρεύμα της ιστορίας ήταν μαζί του». Ωστόσο ο μύθος δεν κράτησε ούτε ένα χρόνο. Η φωτιά της χρηματοπιστωτικής κρίσης που άναψε το καλοκαίρι του 2007 στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε γρήγορα σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες σηματοδοτώντας μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις του καπιταλισμού, γεγονός που σήμανε τη νεκρώσιμη καμπάνα του νεοφιλελευθερισμού. Έτσι η ιστορία επανέφερε στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα μήνα μετά το θάνατο το Μίλτον Φρίντμαν, το Δεκέμβριο 2006, οι ηγέτες της Λατινικής Αμερικής συναντήθηκαν στην πόλη Κατσαμπάμπα της Βολιβίας, όπου πριν αρκετά χρόνια μια λαϊκή εξέγερση εναντίον της ιδιωτικοποίησης του νερού, είχε εξαναγκάσει την πολυεθνική Bechtel να φύγει από τη χώρα.
Ο μαρξιστής πρόεδρος Μοράλες άνοιξε τις εργασίες της διάσκεψης με την υπόσχεση ότι έχει έλθει η ώρα να κλείσουν «οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής». Επρόκειτο για μια μνεία στο βιβλίο του Εδουάρδο Γκαλεάνο, μια λυρική αφήγηση της βίαιης καταλήστευσης που μετέτρεψε μια πλούσια ήπειρο σε φτωχή. Σήμερα οι χώρες της Λατινικής Αμερικής (Βενεζουέλα, Βολιβία, Ισημερινός, Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουα) και από δίπλα η Κούβα) εφαρμόζουν σχέδια που ανακόπηκαν βίαια με τις λόγχες των όπλων στο παρελθόν, προωθώντας προοδευτικούς μετασχηματισμούς με ριζοσπαστικό-σοσιαλιστικό προσανατολισμό στα πλαίσια της «Μπολιβαριανής Πρωτοβουλίας» (ALBA), για τη δημιουργία μιας οικονομικής ένωσης όλων των χωρών του Νότιου Κώνου. Πρόκειται για μια ένωση που βρίσκεται στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης ζώνης ελευθέρου εμπορίου (NAFTA) που προωθούν οι ΗΠΑ στην αμερικάνικη ήπειρο, την πιο προωθημένη αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η ιστορία δεν έχει πει ακόμα τον τελευταίο της λόγο κι αυτός σίγουρα δεν θα είναι ο «λόγος» του νεοφιλελευθερισμού.
Αδύναμες πλευρές του βιβλίου, δεν μειώνουν τη σημασία του
Αξιολογώντας συνολικά το βιβλίο της Ναόμι Κλάϊν, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει τη σημαντική προσφορά του στη σύγχρονη ιδεολογική διαπάλη με το νεοφιλελευθερισμό. Ωστόσο από την άποψη της «εναλλακτικής λύσης», η φερέγγυα απάντηση δεν βρίσκεται στην επιστροφή στον «ρυθμιζόμενο καπιταλισμό» των κεϋνσιανών δογμάτων, παρ’ ότι διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα στο κοινωνικό πεδίο. Ξεκινώντας από την αναγκαιότητα του ελέγχου και ρύθμισης των αγορών, της δικαιότερης κατανομής εισοδήματος και πλούτου, την τόνωση της ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης, μια πολιτική προοδευτικής εξόδου από την κρίση πρέπει να δίνει προοπτική στη κίνηση των σύγχρονων κοινωνιών προς το σοσιαλισμό και την υπέρβαση συνολικά του καπιταλισμού ως κοινωνικο-ιστορικού σχηματισμού. Ο Κάμερον πίστευε ότι μοναδικός τρόπος να διδάξει στους ασθενείς νέες υγιείς συμπεριφορές ήταν να διεισδύσει στο μυαλό τους και να «σπάσει τα παλιά, παθολογικά νοητικά σχήματα», με πρώτο βήμα την αποδόμηση της προσωπικότητας τους, μετατρέποντας το μυαλό τους σε ένα «λευκό πίνακα» (tabula rasa) πάνω στον οποίο μπορούσε να ξαναγράψει τους σωστούς κώδικες συμπεριφοράς, με τη χρήση παρατεταμένων και αλλεπάλληλων ηλεκτροσόκ. Το αποτέλεσμα των πειραμάτων ήταν η απώλεια μνήμης και η «παλινδρομική» συμπεριφορά (έντονες μεταπτώσεις, απώλεια αίσθησης περιβάλλοντος, παλιμπαιδισμός κά), ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι ασθενείς ξέχασαν ακόμα πώς να βαδίζουν και να μιλάνε. Όταν είχε επιτευχθεί η πλήρης αποδόμηση της προσωπικότητας άρχιζε η ψυχική καθοδήγηση με τη μετάδοση ηχογραφημένων μηνυμάτων καλής συμπεριφοράς. Οι ασθενείς σε κατάσταση σχεδόν φυτού εξ’ αιτίας των ηλεκτροσόκ και ψυχοφαρμάκων, ήταν υποχρεωμένοι να ακούνε τα μηνύματα για δεκαέξι με είκοσι ώρες καθημερινά επί βδομάδες.!
διδάκτωρ οικονομικών επιστημών
10.4.2011
Το βιβλίο της καναδής δημοσιολόγου Ναόμι Κλάϊν, «Το Δόγμα του ΣΟΚ», αποτελεί ένα εξαίρετο δείγμα μαχόμενης δημοσιογραφίας και ταυτόχρονα πολύτιμο εγχειρίδιο κοινωνικής ψυχολογίας. Ταυτόχρονα το βιβλίο κάνει μια ανατομή του «DNA» του νεοφιλελευθερισμού και τη βαθύτερη τάση του σύγχρονου καπιταλισμού προς την «αντίδραση» σε όλα τα μέτωπα. Με την ανάλυση της η Ν.Κλάϊν δικαιώνει πλήρως τη φράση του Λένιν ότι «η πολιτική αποτελεί συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας», παρ’ ότι η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως οπαδός του Κέϋνς, ενώ τα πολιτικά της όρια δεν πάνε πέραν της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Το βιβλίο κατά τη συγγραφέα «αμφισβητεί τον πιο κεντρικό και λατρεμένο ισχυρισμό της επίσημης ιστορίας, ότι ο θρίαμβος του απορυθμισμένου καπιταλισμού σήμαινε τη γέννηση της ελευθερίας, ότι χωρίς περιορισμούς οι αγορές συμβαδίζουν με τη δημοκρατία, κά». Εγώ λέει χαρακτηριστικά, «θα αποδείξω ότι η μαμή αυτής της φονταμεταλιστικής μορφής καπιταλισμού υπήρξαν πάντα οι πιο βίαιες μορφές καταναγκασμού, οι οποίες επιβλήθηκαν τόσο στο συλλογικό πολιτικό σώμα όσο και σε αναρίθμητα σώματα μεμονωμένων ατόμων». (σελ.36)
Η ψυχιατρική μέθοδος «ΣΟΚ» στην υπηρεσία της CIA
Το «Δόγμα του ΣΟΚ» αντλεί την προέλευση του από τις αντιλήψεις και πρακτικές του ψυχίατρου Γιούεν Κάμερον, πρόεδρου της «Αμερικανικής και Καναδικής Ψυχιατρικής Ένωσης» στην περίοδο..
μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο. Το 1950 ο Κάμερον είχε απορρίψει την κλασσική φροϊδική τεχνική της θεραπείας «μέσω του λόγου» προκειμένου να αποκαλυφθούν οι «βαθύτερες αιτίες» της ψυχικής διαταραχής των ασθενών. Φιλοδοξία του δεν ήταν να βελτιώσει ή να αποκαταστήσει την υγεία τους, αλλά να τους αναπλάσει χρησιμοποιώντας μια μέθοδο την οποία ονόμαζε «ψυχική καθοδήγηση».
Τα αποτελέσματα της μεθόδου ποτέ δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες του Κάμερον γεγονός που το παραδέχτηκε και ο ίδιος το 1960. Ωστόσο για τα πειράματα του ενδιαφέρθηκε η CIA, η οποία από τα μέσα της δεκαετίας ’50 είχε εγκαινιάσει ένα απόρρητο ερευνητικό πρόγραμμα για «ειδικές ανακριτικές τεχνικές». Η αρχική ονομασία ήταν «Γαλάζιο Πουλί», σε συνέχεια «Σχέδιο Αγκινάρα» και το 1953 πήρε την ονομασία «MKUltra». Στη διάρκεια μιας δεκαετίας ξοδεύτηκαν πάνω από 25 εκατ.δολ. για να βρεθούν τρόποι να «σπάνε» οι κρατούμενοι για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι ήταν κομμουνιστές ή διπλοί πράκτορες. Ογδόντα ιδρύματα συμμετείχαν στο πρόγραμμα συμπεριλαμβανομένων και σαράντα τεσσάρων πανεπιστημίων και δώδεκα νοσοκομείων. Ο Κάμερον όντας φανατικός αντικομμουνιστής συνεργάστηκε με τη CIA παίρνοντας το 1957 ειδική επιχορήγηση υπέρ μιας οργάνωσης βιτρίνας με την επωνυμία «Εταιρία για την Έρευνα της Ανθρώπινης Οικολογίας».
Ο Κάμερον χρησιμοποίησε την επιχορήγηση τη CIA για να μετατρέψει τους παλιούς στάβλους πίσω από το νοσοκομείο που εργαζόταν σε κελιά απομόνωσης. Η αποστέρηση των αισθήσεων επιβαλλόταν σε ειδικό «δωμάτιο ύπνου» όπου οι ασθενείς παρέμεναν ναρκωμένοι για είκοσι με είκοσι δύο ώρες το εικοσιτετράωρο, με τις νοσοκόμες να τους αλλάζουν θέση πάνω στο κρεβάτι ώστε να μην πιάνονται και να τους ξυπνούν μόνο για να φάνε και πάνε στην τουαλέτα. Κατά το Κάμερον υπήρχαν δυο πράγματα που επέτρεπαν στον ασθενή (ή κρατούμενο) να έχει αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Η συνεχής ροή αισθητηριακών ερεθισμάτων και η μνήμη. Με τα ηλεκτροσόκ εξουδετέρωσε τη μνήμη, ενώ με κελιά πλήρους απομόνωσης εξουδετέρωσε την εισροή αισθητηριακών ερεθισμάτων. Η αποδόμηση της προσωπικότητας ήταν η «κατάλυση» των αμυνών του, κάτι ανάλογο με το «σπάσιμο» ενός ατόμου που υποβάλλεται σε συνεχή ανάκριση. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων του Κάμερον βρήκαν πλατιά χρήση στις ανακριτικές μέθοδες της CIA σε διάφορες χώρες τα τελευταία πενήντα χρόνια, φτάνοντας ως και στους αφγανούς κρατούμενους στο Γκουαντανάμο. Η μεταγενέστερη αναφορά στα συγκεκριμένα πειράματα περιγράφονται απλά ως «έλεγχος σκέψης» και «πλύση εγκεφάλου», ποτέ όμως ως «βασανιστήρια» παρ’ ότι αυτός ήταν ο σκοπός πραγματοποίησης τους.
Ο Μίλτον Φρίντμαν, δόκτωρ Μένγκελε της οικονομικής θεωρίας
Ωστόσο το «δόγμα του ΣΟΚ», εκτός από τις ανακριτικές μεθόδους της CIA, έμελλε να έχει ευρύτερη εφαρμογή στο πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας για τη χειραγώγηση της κοινωνικής συνείδησης. Ένα ισχυρό γεγονός (σοκ), αποδομεί την κοινωνική συνείδηση, μειώνει τις αντιστάσεις του κοινωνικού σώματος κάνοντας πιο εύκολο το πέρασμα συγκεκριμένων πολιτικών. Κατά συνέπεια μπορεί να τύχει ευρύτερης εφαρμογής (οικονομία, πολιτική, στρατιωτικές επιχειρήσεις, κά). Ειδικότερα στην οικονομία το «δόγμα ΣΟΚ» χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση των νεοφιλελεύθερων δογμάτων της «Οικονομικής Σχολής Σικάγου» με κυρίαρχη φιγούρα το Μίλτον Φρίντμαν, στην περίοδο 1960-2000. Ο Φρίντμαν ήταν αντίθετος σε κάθε ιδέα κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Πίστευε ότι η οικονομία και γενικά η κοινωνία παρεξέκλινε από το σωστό δρόμο όταν οι πολιτικοί άρχισαν να εφαρμόζουν τις ιδέες του Κέϋνς για ρύθμιση της οικονομίας. Ο Φρίντμαν πίστευε ότι όπως τα αυτορυθμιζόμενα οικοσυστήματα, έτσι και η αγορά αν αφεθεί στους δικούς της μηχανισμούς θα δημιουργήσει το σωστό αριθμό προϊόντων στις σωστές τιμές, παραγόμενα από εργάτες που θα αμείβονται με τους σωστούς μισθούς να τα αγοράσουν, ένας παράδεισος άφθονης απασχόλησης, απεριόριστης δημιουργικότητας και μηδενικού πληθωρισμού.
Η αποστολή του Φρίντμαν όπως και εκείνη του Κάμερον, εδραζόταν στο όραμα της επαναφοράς της οικονομίας σε μια κατάσταση «φυσικής υγείας». Ο Φρίντμαν οραματιζόταν να επιβάλει πρακτικές αποδόμησης των κοινωνιών και να τις επαναφέρει σε κατάσταση γνήσιου καπιταλισμού, απαλλαγμένου από κάθε παρέμβαση (κρατικές ρυθμίσεις, περιορισμούς στο εμπόριο, κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων, κά). Σε αντιστοιχία με όσα πρέσβευε ο Κάμερον για τον ανθρώπινο νου, ο Φρίντμαν πίστευε ότι αν μια οικονομία υπόκειται σε έντονες στρεβλώσεις, ο μοναδικός τρόπος για να επιστρέψει σε κατάσταση ισορροπίας είναι η εσκεμμένη πρόκληση οδυνηρών σόκ, δηλαδή απορύθμιση, ιδιωτικοποιήσεις, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, αποδόμηση κράτους πρόνοιας, κά.
Η «αγία τριάδα» του νεοφιλελευθερισμού σηματοδοτείται με την πλήρη εξάλειψη της δημόσιας σφαίρας, την απόλυτη ελευθερία στις εταιρίες και στην απελευθέρωση των αγορών. Για το ΔΝΤ η αντίστοιχη «τριάδα», προκειμένου να χορηγήσει δάνειο σε κάποια χώρα, εκφράζεται με τις ιδιωτικοποιήσεις, την κρατική απορύθμιση και τις μεγάλες περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και στους μισθούς. Στη δεκαετία του 1980 όταν είχε ξεσπάσει η κρίση υπερχρέωσης στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και Αφρικής το ΔΝΤ τις ανάγκασε να εφαρμόσουν το πρόγραμμα «διαρθρωτικής προσαρμογής» που κύριο χαρακτηριστικό είχε τις ιδιωτικοποιήσεις και το άνοιγμα των αγορών που τις οδήγησε στα «τάρταρα» της υπανάπτυξης. Το ίδιο έγινε με τη χρηματοπιστωτική κρίση της Ασίας 1997-98, όπου ανάγκασε τις «ασιατικές τίγρεις» στο άνοιγμα των αγορών και τη μεγαλύτερη εκποίηση δημοσίων επιχειρήσεων που έγινε ποτέ σε ολόκληρο τον κόσμο. Το ίδιο στη Ρωσία, τη Ν.Αφρική, την Πολωνία και αλλού. Στην ουσία οι αντιλήψεις του Φρίντμαν και της «Σχολής Σικάγου» εξέφραζαν τα πιο στενά συμφέροντα των μονοπωλιακών ενώσεων και πολυεθνικών εταιριών που από τη φύση τους διψούν για νέες κερδοφόρες πηγές και μεγάλες αγορές χωρίς ρυθμίσεις και κανονισμούς σε παγκόσμια κλίμακα. Όπως επισημαίνει η Ναόμι Κλάϊν, «ο Φρίντμαν με τον πόλεμο εναντίον του “κράτους πρόνοιας” και της “μεγάλης κυβέρνησης”, υποσχόταν μια νέα πηγή γρήγορου πλουτισμού μόνο που αυτή τη φορά αντί για νέες περιοχές το καινούργιο έδαφος που έπρεπε να κατακτηθεί ήταν το ίδιο το κράτος με τις δημόσιες υπηρεσίες και την κρατική περιουσία να εκποιούνται με αντίτιμο πολύ μικρότερο της αξίας τους». (σελ.86)
Για τους οπαδούς της «Οικονομικής Σχολής του Σικάγου», ο μαρξισμός ήταν από a priori αντίπαλος. Όμως με μεγάλη εχθρότητα αντιμετώπιζαν και τις άλλες σχολές οικονομικής σκέψης που πρόβαλλαν την ιδέα της κρατικής ρύθμισης και ιδιαίτερα των κεϋνσιανών αντιλήψεων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, καθώς και των οικονομολόγων της ανάπτυξης στον τότε Τρίτο Κόσμο. Όλοι αυτοί παρ’ ότι δεν πίστευαν στις ιδέες του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, ήθελαν μια «μεικτή οικονομία», δηλαδή ένα μείγμα καπιταλισμού της αγοράς με κρατική ρύθμιση, στην παραγωγή και διανομή αγαθών, στη διασφάλιση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων, στην κρατική ιδιοκτησία στα δημόσια αγαθά (υπηρεσίες κοινής ωφέλειας), κά. Οι οπαδοί της Σχολής του Σικάγου απέρριπταν τη μεικτή οικονομία και επιζητούσαν επιστροφή στον ανόθευτο καπιταλισμό. Αυτή η επιδίωξη της καθαρότητας οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον συντηρητικό αυστριακό οικονομολόγο Φρίντριχτ Χάγιεκ, που είχε διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου στη δεκαετία του 1950 και ήταν ο μέντορας του Μίλτον Φρίντμαν. Ωστόσο οι ιδέες της Σχολής του Σικάγου, αποτελούσαν μια «παραφωνία» στο κυρίαρχο κεϋνσιανό ρεύμα της εποχής στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Εκτός από ένα μικρό τμήμα διανοουμένων οι απόψεις τους δεν εύρισκαν πρόσφορο έδαφος με εξαίρεση τα πολύ ισχυρά συμφέροντα (μεγάλες εταιρίες και πολυεθνικές) που στήριζαν με διάφορους τρόπους (χορηγίες) τη διάδοση τους. Μόνο προς τα τέλη δεκαετίας ’70 αρχές δεκαετία 1980, οι απόψεις του Φρίντμαν βγήκαν με δυναμισμό στο προσκήνιο με την ανάδειξη του Ρίγκαν και Θάτσερ στην ηγεσία των ΗΠΑ και της Αγγλίας.
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι κεϋνσιανές ιδέες ρύθμισης της οικονομίας και η επίτευξη σχετικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού την μεταπολεμική περίοδο, οφείλεται σε συγκεκριμένες πολιτικο-κοινωνικές αιτίες, όπως αντίστοιχα και της «νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης» από τέλος δεκαετίας ’70. Ειδικότερα η μεγάλη κρίση της δεκαετίας του ‘30 στις ΗΠΑ και άλλες χώρες της Ευρώπης, αποκάλυψε την «αποτυχία της αγοράς» (δηλαδή του αυτορυθμιζόμενου καπιταλισμού του laissez-faire). Από την άλλη οι επιτυχίες της νεαρής «Σοβιετικής Ένωσης» έδειξαν ότι υπάρχει εναλλακτικός τρόπος διεύθυνσης της οικονομίας. Ο καπιταλισμός φάνηκε να χάνει το «ιστορικό πλεονέκτημα». Μετά τον πόλεμο, η αντιφασιστική νίκη των λαών, η άνοδος της αριστεράς και του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η νίκη της κινέζικης επανάστασης, κά, έδειξαν ότι ο καπιταλισμός για να επιβιώσει έπρεπε να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις. Οι κεϋνσιανές ιδέες εξέφραζαν ακριβώς τις απαιτήσεις του κεφαλαίου στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Ωστόσο με την κρίση της δεκαετίας ’70 και τα αδιέξοδα του κεϋνσιανού μοντέλου διεύθυνσης της καπιταλιστικής οικονομίας, φάνηκαν τα όρια «της κρατικο-μονοπωλιακής ρύθμισης». Από την άλλη η άνοδος της συγκέντρωσης κεφαλαίου, η γιγάντωση των πολυεθνικών εταιριών και των μονοπωλιακών ενώσεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, πίεζαν για κατάργηση των ρυθμίσεων και των εμποδίων ασύδοτης δράσης τους. Το σύνθημα για ελευθερία των αγορών σημαίνει ασυδοσία των πολυεθνικών σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Έτσι οι ιδέες της «Σχολής του Σικάγου» βρήκαν γόνιμο έδαφος, το οποίο σε συνδυασμό με το «στρατηγικό» κενό που άφησε η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», έκαναν το νεοφιλελεύθερο ρεύμα κυρίαρχο, με αποκορύφωμα τη γνωστή φράση του Φουκουγιάμα περί «τέλους της ιστορίας». Ωστόσο η βασιλεία του νεοφιλελεύθερου ρεύματος δεν θα κρατήσει για πολύ και η νέα μεγάλη κρίση που ξέσπασε το 2007 αποκαλύπτει με δραματικό τρόπο την αποτυχία του, φέροντας με ένταση στο προσκήνιο το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».!
Η εφαρμογή στην πράξη των δογμάτων της «Σχολής Σικάγου»
Η πρώτη εφαρμογή των ιδεών της «Σχολής του Σικάγου» βρήκε πρακτική εφαρμογή στη Χιλή από τη δικτατορία του Πινοτσέτ του οποίου ο Φρίντμαν υπήρξε προσωπικός σύμβουλος. Είχε προηγηθεί μακριά περίοδο προετοιμασίας (1957-1970) με υποτροφίες χιλιανών φοιτητών στη Σχολή του Σικάγου και τη δημιουργία ενός πυρήνα νεοφιλελεύθερων «ιεραποστόλων», που μετά το πραξικόπημα της 11ης Σεπτέμβρη 1973 ανάλαβαν δράση. Υπό του ήχους των πολυβόλων την ημέρα του πραξικοπήματος, στα τυπογραφεία της δεξιάς εφημερίδας «El Merkurio» τύπωσαν το αναλυτικό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα το ονομαζόμενο «Τούβλο» το οποίο παρέδωσαν στην επομένη στο Πινοσέτ και ανέλαβαν την εφαρμογή του καταλαμβάνοντας τα κυριότερα πόστα στα οικονομικά υπουργεία και υπηρεσίες. Οι προτάσεις στο τελικό κείμενο είχαν μια εντυπωσιακή ομοιότητα με εκείνες που περιέχονται στο βιβλίο του Φρίντμαν «Capitalism and Freedom»: ιδιωτικοποιήσεις, απορύθμιση, περικοπές κοινωνικών δαπανών, δηλ. την «αγία τριάδα» της ελεύθερης αγοράς. Το όνειρο του Φρίντμαν και ο τρόπος εφαρμογής του έγιναν πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον ίδιον «αν υιοθετηθεί η προσέγγιση του σοκ, πιστεύω ότι θα πρέπει να ανακοινωθεί δημόσια και λεπτομερώς, ώστε να επενεργήσει πολύ σύντομα. Όσο πιο ενημερωμένος είναι ο πληθυσμός τόσο περισσότερο θα διευκολύνουν οι αντιδράσεις του στην προσαρμογή του». (σελ.107)
Ο απολογισμός από την εφαρμογή του προγράμματος ήταν μακάβριος. Πάνω από 3.200 άνθρωποι εξαφανίστηκαν ή εκτελέστηκαν, 80.000 φυλακίστηκαν και 200.000 έφυγαν από τη χώρα για πολιτικούς λόγους. Το να είσαι αριστερός εκτός φυλακή σήμαινε να είσαι κυνηγημένος (παρανομία, κρησφύγετα, κώδικες επικοινωνίας, πλαστές ταυτότητες, καθημερινό αγώνα να είσαι ένα βήμα μπροστά από τη μυστική αστυνομία, κά). Στο οικονομικό πεδίο τον πρώτο χρόνο εφαρμογής της θεραπείας-σοκ η οικονομία της Χιλής συρρικνώθηκε κατά 15%, η ανεργία από 3% επί Αλιέντε τινάχτηκε στο 20%, η πληθωρισμός άγγιξε το 375%, το 74% του μισθού πήγαινε μόνο για αγορά ψωμιού. Η «θεραπευτική αγωγή» προκάλεσε σπασμούς σε όλη τη χώρα που κράτησε ως τέλος δεκαετίας 1980 όταν η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει. Σκοπός της θεραπείας-σοκ δεν ήταν να επαναφέρει την οικονομία σε κατάσταση υγείας αλλά να συγκεντρωθεί ο πλούτος σε λίγα χέρια, να εξαφανιστούν οι κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζόμενων και το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων στρωμάτων. Για ορισμένους η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχει άμεση σχέση με τις πολιτικές της «ελεύθερης αγοράς. Ωστόσο ο Μίλτον Φρίντμαν ως πνευματικός πατέρας της ομάδας των οικονομολόγων που καθοδηγούσαν την οικονομία της Χιλής ήταν συνυπεύθυνος για τα εγκλήματα του Πινοτσέτ. Μεταξύ ελεύθερης αγοράς και καταπάτησης της δημοκρατίας υπάρχει βαθύτερος εσωτερικός δεσμός.
Εμπειρίες εφαρμογής του δόγματος ΣΟΚ στις ΗΠΑ
Το μοντέλο της Χιλής αποτέλεσε το πρότυπο εφαρμογής σε όλες σχεδόν τις χώρες του Νότιου Κώνου (Αργεντινή, Ουρουγουάη, Βολιβία, κά). Ωστόσο το «δόγμα του ΣΟΚ» δεν βρήκε εφαρμογή αποκλειστικά στις χώρες της Λατινικής Αμερικής αλλά σε πολλές περιοχές του κόσμου (Ανατολική Ευρώπη, Αφρική και Ασία) μη εξαιρουμένων των ΗΠΑ. Άλλωστε η σκληρός πυρήνας του νεοφιλελευθερισμού έχει ως βάση τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα, που με αφορμή διάφορα «κρισιακά» γεγονότα τίθεται σε εφαρμογή για την προώθηση ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Ειδικότερα στις ΗΠΑ, παρά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των κυβερνήσεων Ρίγκαν και Μπους, η ακραία εκδοχή της «Σχολής του Σικάγου» δεν είχε εφαρμοστεί ανοικτά. Η ευκαιρία δόθηκε με την 11η Σεπτέμβρη 2001.
Αποτελεί ιστορικό παράδοξο ότι την 10ην Σεπτέμβρη 2001, παραμονή της 11ης Σεπτέμβρη, ο υπουργός άμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ σε ομιλία του στο Πεντάγωνο είχε κηρύξει εκστρατεία κατά της γραφειοκρατίας του Πενταγώνου. Παρ’ ότι είχε ζητήσει αύξηση των στρατιωτικών δαπανών από το Κογκρέσο κατά 11%, ζήτησε ταυτόχρονα μείωση δαπανών για ένστολο προσωπικό κατά 15%, και την ανάθεση σειράς παραδοσιακών δραστηριοτήτων των ενόπλων δυνάμεων στις ιδιωτικές εταιρίες, αρχίζοντας από τη διαχείριση αποθηκών, καθαριότητα, απορρίμματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στρατιωτών, κατοικίες των στρατιωτικών να κατασκευάζονται από ιδιωτικές εταιρίες, κά. Κατά τον Ράμσφελντ το υπουργείο Άμυνας έπρεπε να εστιάσει στη βασική του αρμοδιότητα τη διεξαγωγή των πολέμων, όλα τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να ανατεθούν σε ιδιώτες προμηθευτές. Έτσι μετά τον ακρωτηριασμό των κρατικών λειτουργιών στη δεκαετία 1980 και 1990 με την ιδιωτικοποίηση όλων των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, ήλθε τώρα η σειρά για τις δραστηριότητες του «σκληρού πυρήνα» του έθνους-κράτους (ένοπλες δυνάμεις, αστυνομία, πυροσβεστική, δημόσια διοίκηση, υπηρεσίες πληροφοριών, κά). Οι ιδιωτικές εταιρίες με τα τεράστια κέρδη που αποκόμισαν από την εκποίηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα, έβαλαν στο στόχαστρο τις κρατικές δραστηριότητες. Προωθείται όπως τονίζει η Ναόμι Κλάϊν, «ο θεμελιώδης κορπορατικός κανόνας της αντεπανάστασης, σύμφωνα με τον οποίο το Μεγάλο Κράτος πρέπει να συνεργαστεί με τις Μεγάλες Επιχειρήσεις για αναδιανεμηθεί ο πλούτος προς τα πάνω». (σελ.384)
Η επίθεση στους δίδυμους πύργους την 11ην Σεπτέμβρη 2001 και το σοκ που προκάλεσε, έσπευσε να το εκμεταλλευτεί η ομάδα του Μπους, που ξεκίνησε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας εξαρχής σχεδιασμένο να είναι ιδιωτικοποιημένος. Η υλοποίηση του σχεδίου είχε δύο στάδια. Στο πρώτο ο Λευκός Οίκος αξιοποίησε τη διάχυτη αίσθηση κινδύνου για να ενισχύσει δραστικά τις δραστηριότητες αστυνόμευσης, παρακολούθησης, κράτησης και διεξαγωγής πολέμων και σε δεύτερη φάση με ενισχυμένες χρηματοδοτήσεις (για την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας) εκχώρηση τους στον ιδιωτικό τομέα μέσω της ανάθεσης τους σε εξωτερικούς προμηθευτές. Σύμφωνα με το νέο δόγμα το κράτος δεν έπρεπε να παρέχει ασφάλεια αλλά να την αγοράζει από τον ιδιωτικό τομέα. Το υπουργείο Εθνικής Ασφαλείας που δημιούργησε το καθεστώς Μπους αποτελεί την πιο χαρακτηριστική έκφραση αυτού του νέου τρόπου διακυβέρνησης με την πλήρη ανάθεση των υπηρεσιών σε εξωτερικούς προμηθευτές. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα «κενό κέλυφος». Από την 11ην Σεπτέμβρη 2001 μέχρι το 2006 το υπουργείο Εθνικής Ασφαλείας έδωσε 130 δις δολ. σε εργοληπτικές εταιρίες, ενώ μόνο το 2003, ο Μπους υπέγραψε συνολικά συμβάσεις ύψους 327 δις δολ. με ιδιωτικές εταιρίες, που αντιστοιχούν στο 40% του προϋπολογισμού των ΗΠΑ. (σελ.404)
Βασικό στοιχείο της νέας δομής είναι η ανοικτή σχέση επικοινωνίας μεταξύ της πολιτικής, οικονομικής και ανώτερης γραφειοκρατικής ελίτ μέσα από τις «περιστρεφόμενες πόρτες» που στην πράξη έχουν μετατραπεί σε «αψίδες θριάμβου». Υψηλόβαθμα στελέχη του κρατικού μηχανισμού είναι ταυτόχρονα σε Δ.Σ. επιχειρήσεων, μια απόλυτη συγχώνευση των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ εν ονόματι της ασφάλειας και το κράτος να παίζει ρόλο προέδρου της ένωσης επιχειρηματιών. Αυτή η ανοικτή διαπλοκή, που σε άλλες χώρες έχει ονομαστεί «μαφιόζικος», «ολιγαρχικός», «ευνοιοκρατικός», κλπ καπιταλισμός, αποτελεί στην πραγματικότητα την πεμπτουσία της Σχολής του Σικάγου που θέλει να επιβάλει τις ιδέες της ιδιωτικοποίησης, της απορύθμισης, της συντριβής των συνδικάτων και την πλήρη αποδόμηση του κοινωνικού κράτους σε όφελος του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Η εφαρμογής του δόγματος ΣΟΚ στη Ρωσία
Η Ρωσία της δεκαετίας 1990 έγινε το «Ελ-Ντοράντο» των ιδεών του νεοφιλελευθερισμού. Μετά την ανατροπή του Γκορματσόφ και ανάληψη της προεδρίας από το Γιέλτσιν, στο διάστημα 1992-1998, με τις οδηγίες του ΔΝΤ και των «παιδιών του Σικάγου», εφαρμόστηκαν με μορφή «κεραυνοβόλου πολέμου» ακραία νεοφιλελεύθερα μέτρα με την επωνυμία «θεραπεία-σοκ» που μετέτρεψαν τη ρωσική κοινωνία σε «κρανίου τόπο». Απελευθέρωση τιμών, δραστικές περικοπές επιδοτήσεων, ιδιωτικοποίηση 225.000 κρατικών επιχειρήσεων, υποτίμηση νομίσματος, πολιτικές υπέρ του ελευθέρου εμπορίου, κά. Εκατομμύρια ρώσοι πολίτες έχασαν τις αποταμιεύσεις τους, εκατομμύρια εργαζόμενοι έμειναν απλήρωτοι για μήνες, πτώση λαϊκής κατανάλωσης κατά 40%, το 1/3 του πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι έντονες λαϊκές αντιδράσεις έφεραν σε αντιπαράθεση τον πρόεδρο Γιέλτσιν με την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου. Το ΔΝΤ πίεζε για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων εκβιάζοντας τη χορήγηση δανείου 1,5 δις δολ. Ο πλούτος που διακυβευόταν ήταν τεράστιος. Μεγάλα αποθέματα πετρελαίου, 30% των παγκόσμιων αποθεμάτων φυσικού αερίου, 20% των παγκόσμιων αποθεμάτων νικελίου, πολεμικές βιομηχανίες, κά.
Ο Γιέλτσιν αποφάσισε διάλυση του Κοινοβουλίου. Το τελευταίο σε ειδική συνεδρίαση αποφάσισε με 636 υπέρ και 2 κατά να παραπέμψει το Γιέλτσιν στο συνταγματικό δικαστήριο για παραβίαση συντάγματος. Ο Γιέλτσιν αρνήθηκε να δεχτεί την απόφαση. Μεγάλες συγκεντρώσεις λαού γύρω από το Κοινοβούλιο. Ο Γιέλτσιν καλεί το στρατό και βομβαρδίζει το Κοινοβούλιο ενώ μονάδες του στρατού ανοίγουν πυρ κατά των διαδηλωτών. Ήταν 4 Οκτώβρη 1993. Μέχρι το τέλος της ημέρας πάνω από 500 άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους και 1.000 ήταν τραυματίες. Η Μόσχα βιώνει τη μεγαλύτερη έκρηξη βίας από το 1917. Στο τέλος της ημέρας ο Γιέλτσιν «ανακηρύσσεται» και επίσημα Πινοτσέτ της Ρωσίας. Με διάταγμα διαλύει όλα τα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια της χώρας. Μια κλίκα νεόπλουτων δισεκατομμυριούχων οι γνωστοί «ολιγάρχες», αναλαμβάνουν την οικονομία της χώρας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι δόκτορες του σοκ είχαν ολοκληρώσει τη χορήγηση του «πικρού φάρμακου» στη ρωσική κοινωνία. Πάνω από 74 εκατ. ρώσοι ζούσαν κάτω από τα όρια της φτώχειας και το 25% (37 εκατ.) σε απελπιστική κατάσταση. Στη διάρκεια της δεκαετίας εφαρμογής της «θεραπείας σοκ» ο πληθυσμός της Ρωσίας μειώθηκε κατά 6,6 εκατ. άτομα. Στη σημερινή Ρωσία το χάσμα του πλούτου μεταξύ πλουσίων και φτωχών είναι τέτοιο που νομίζει κάποιος ότι ζουν σε διαφορετικές χώρες και σε διαφορετικούς αιώνες. «Η περίπτωση της Ρωσίας περισσότερο από την περίπτωση της Χιλής καταδεικνύει τι είναι στην πράξη η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς». (σελ.342)
Η εμπειρία εφαρμογής του «Δόγματος ΣΟΚ» στο Ιράκ
Ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν εφαρμογή του δόγματος ΣΟΚ σε στρατιωτικό και οικονομικό πεδίο. Ο φόβος για τα μέσα μαζικής καταστροφής χρησιμοποιήθηκε για να αποδεχτεί η κοινή γνώμη την εισβολή στο Ιράκ. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για τον έλεγχο των μεγάλων αποθεμάτων πετρελαίου (τρίτα στον κόσμο) και την κομβική γεωγραφική του θέση για την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων. Το δόγμα «Σοκ και Δέος» με τη μορφή αστραπιαίου πολέμου θα προκαλούσε γρήγορη κατάρρευση του εχθρού. Δεν στοχεύει μόνο τις εχθρικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά σύμφωνα με τους εμπνευστές του «την κοινωνία εν γένει», καθώς ο μαζικός φόβος είναι μια κομβική παράμετρος της εν λόγω στρατηγικής. Το «σοκ και δέος» δεν ήταν μια πολεμική στρατηγική όσο και μια επίδειξη ισχύος για παραδειγματισμό όσων τολμούσαν να αμφισβητήσουν με οποιονδήποτε τρόπο το κύρος των ΗΠΑ. Το «σοκ και δέος» εκτός από ψυχολογικό σχέδιο που πλήττει απ’ ευθείας τη βούληση του αντιπάλου να αντισταθεί, επιδιώκει την αποστέρηση και υπερφόρτωση των αισθήσεων με σκοπό τον αποπροσανατολισμό και την παλινδρόμηση του υποκειμένου.
Οι βομβαρδισμοί προκάλεσαν βαθιές πληγές στο Ιράκ, όμως ήταν κυρίως οι λεηλασίες που λύγισαν την ψυχή της χώρας. «Οι εκατοντάδες λαφυραγωγοί που έσπασαν πανάρχαια αγγεία, απογύμνωσαν χιλιάδες γυάλινες προθήκες και άρπαξαν χρυσά αντικείμενα και άλλες αρχαιότητες από το Εθνικό Μουσείο…Χάθηκε το 80% από το 170.000 αντικείμενα του μουσείου. Η Εθνική Βιβλιοθήκη στην οποία υπήρχαν αντίτυπα όλων των βιβλίων και των διδακτορικών διατριβών που είχαν δημοσιευτεί στο Ιράκ μετατράπηκε σε ερείπια. Εικονογραφημένα Κοράνια ηλικίας χιλίων ετών εξαφανίστηκαν από το Μουσείο Θρησκευτικών Υποθέσεων από το οποίο απέμεινε μόνο το καμένο εξωτερικό του κέλυφος…Η βαθιά μνήμη μιας ολόκληρης κουλτούρας, μιας κουλτούρας που συνεχιζόταν χιλιάδες χρόνια αφαιρέθηκε». (σελ.452) Η μεγαλύτερη ωστόσο λεηλασία της χώρας ήταν οικονομική. Επεβλήθη νέα νομοθεσία για την οικονομία και νέο νόμισμα. Η φορολόγηση των εταιριών μειώθηκε από το 45% στο 15%. Οι ξένες εταιρίες μπορούσαν να κατέχουν ως και το 100% των περιουσιακών στοιχείων μιας ιρακινής επιχείρησης. Οι ξένοι επενδυτές μπορούσαν να εξάγουν το 100% των κερδών τους, ενώ οι συμβάσεις ανάθεσης έργων ήταν τουλάχιστον σαράντα ετών. Ανοίχτηκαν τα σύνορα για απεριόριστες εξαγωγές. Οι κατοχικές αρχές δήμευσαν 20 δις δολ. της εθνικής εταιρίας πετρελαίου να τα διαθέσουν κατά το δοκούν. Απαγορεύτηκε στην κεντρική τράπεζα του Ιράκ να χρηματοδοτεί κρατικές επιχειρήσεις. Τέλος σύμφωνα με αξιόπιστη μελέτη ο πόλεμος στο Ιράκ είχε ως συνέπεια να χάσουν τη ζωή τους 650.000 ιρακινοί ως τον Ιούλιο 2006.
Οι αναλύσεις για τον πόλεμο του Ιράκ καταλήγουν συχνά στο συμπέρασμα ότι η εισβολή ήταν μια επιτυχία αλλά η κατοχή μια αποτυχία. Με την κατοχή εφαρμόστηκε πολιτική πλήρους ιδιωτικοποίησης της οικονομίας. Τα κεφάλαια που διατέθηκαν για την ανοικοδόμηση του Ιράκ δόθηκαν μόνο σε αμερικάνικες ιδιωτικές εταιρίες, ενώ τα υλικά κατασκευών (τσιμέντο, κά) όπως και οι εργάτες ήλθαν από το εξωτερικό στη λογική μιας «λυόμενης χώρας» που η συναρμολόγηση της θα γίνει στο Ιράκ. «Ούτε ένα δολάριο δεν δόθηκε στα ιρακινά εργοστάσια ώστε να ξαναρχίσουν να λειτουργούν, αποτελώντας τα θεμέλια για μια βιώσιμη οικονομία, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και χρηματοδοτώντας ένα σύστημα κοινωνικών υπηρεσιών». (σελ.466) Από το δημόσιο τομέα απολύθηκαν πάνω από 500.000 άτομα οι περισσότεροι στρατιωτικοί και πολλοί γιατροί, νοσοκόμες, δάσκαλοι, μηχανικοί κά. Η κατοχή του Ιράκ έγινε ένας αγωγός διοχέτευσης των δολαρίων των αμερικανών φορολογουμένων και των εσόδων από τις πωλήσεις του ιρακινού πετρελαίου, σε ξένες εταιρίες με εντελώς παράνομο τρόπο.
Στα πρώτα τριάμισι χρόνια της κατοχής του Ιράκ, οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ συνέλαβαν και φυλάκισαν πάνω από 61.500 ιρακινούς, ενώ 19.000 παρέμειναν κρατούμενοι. Μετά την εισβολή δεκάδες χιλιάδες διανοούμενοι-επιστήμονες δολοφονήθηκαν (πάνω από 300 ιρακινοί ακαδημαϊκοί και 2.000 γιατροί), ενώ πάνω από 4.000.000 εγκατέλειψαν την χώρα. Στις φυλακές εφαρμόζονταν συστηματικά βασανιστήρια. Κουβάδες με παγωμένο νερό, γερμανικά λυκόσκυλα που γάβγιζαν και έδειχναν τα δόντια τους, γροθιές και κλωτσιές, αποστέρηση αισθήσεων, εξαναγκασμός να στέκονται σε άβολες στάσεις, κά, καθώς συστηματικά ηλεκτροσόκ με γυμνά καλώδια. Δυστυχώς πολύ λίγο αναδείχτηκαν οι αγριότητες του συγκεκριμένου πολέμου στην πολιτισμένη Δύση και ήταν συγκριτικά μικρός ο βαθμός αλληλεγγύης που εκφράστηκε στον ιρακινό λαό.
Η καταστροφή του Ιράκ και τα συνακόλουθα σχέδια ανοικοδόμησης του είναι δύο όψεις του «καπιταλισμού της καταστροφής» που και στις δύο εκφάνσεις του οι ιδιωτικές εταιρίες παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Όσο περισσότερο διαρκούσε ο πόλεμος τόσο μετατρεπόταν σε ιδιωτικοποιημένο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του πρώτου Πολέμου του Κόλπου το 1991, ένας εργολάβος-μισθοφόρος αντιστοιχούσε σε 100 στρατιώτες. Το 2003 που ξεκίνησε η εισβολή, η αναλογία αυξήθηκε ένας εργολάβος-μισθοφόρος για 10 στρατιώτες και τρία χρόνια μετά την κατοχή ήταν 1 προς 3, ενώ μετά τα τέσσερα χρόνια κατοχής η αναλογία έγινε 1 προς 1,4. Στους αριθμούς αυτούς περιλαμβάνονται μόνο οι εργολάβοι-μισθοφόροι που εργάζονταν για την κυβέρνηση των ΗΠΑ και όχι για τα άλλα κράτη της συμμαχίας ή την ιρακινή κυβέρνηση και τις εργοληπτικές εταιρίες άλλων χωρών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις η αξία των μισθοφορικών-επιχειρήσεων ανέρχονταν σε 4 δις δολ. Έτσι με την ανάθεση τους σε εξωτερικούς προμηθευτές και την ιδιωτικοποίηση κάθε πτυχή της «καταστροφής» και «ανοικοδόμησης», δημιουργείται ένας αέναος κλειστός κύκλος κερδοφορίας. «Το σημερινό Ιράκ είναι ένα δημιούργημα της πενηντάχρονης σταυροφορίας για να ιδιωτικοποιηθεί ολόκληρος ο πλανήτης. Αντί να μας παραπλανούν οι δηλώσεις και αποκηρύξεις των δημιουργών του, οφείλουμε να το δούμε ως την πιο καθαρή ενσάρκωση της ιδεολογίας που το γέννησε». (σελ.483)
Επικαιρότητα του βιβλίου για την Ελλάδα
Ένας έλληνας αναγνώστης, διαβάζοντας το βιβλίο της Ναόμι Κλάϊν, εύλογα θα αναρωτηθεί αν το «δόγμα του ΣΟΚ» έχει καμιά σχέση με τα δρώμενα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Χωρίς αμφιβολία η φιλοσοφία του «δόγματος ΣΟΚ» διαπερνά τα όσα συμβαίνουν στη χώρα, τα οποία αρχίζουν να τα βιώνουν και οι λαοί των ευρωπαϊκών χωρών ιδιαίτερα της περιφέρειας της ευρωζώνης. Με αφορμή τη διόγκωση δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων, προωθείται με τη μορφή Μνημονίων, μεταξύ εθνικών κυβερνήσεων και «τρόϊκας» (ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ), μια «κοινωνική αντεπανάσταση» φέρνοντας την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα σε συνθήκες ζωής και εργασίας των αρχών του 1900. Η συγκεκριμένη «αντεπανάσταση» δεν επιχειρεί μόνο τη βίαιη ανακατανομή εισοδήματος και πλούτου υπέρ του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά αποτελεί συνολική αντιδραστική στροφή στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Ειδικότερα η κρίση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης (ΟΝΕ) στην ΕΕ, επιχειρείται να ξεπεραστεί με νεοφιλελεύθερα «υλικά (αυστηροποίηση «Συμφώνου Σταθερότητας», «Μόνιμος Ευρωπαϊκός Μηχανισμός», «Σύμφωνο για το Ευρώ», κά) που οδηγούν σε κατάργηση θεμελιωδών κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των εργαζόμενων και των λαών της Ευρώπης. Αυτήν την πολιτική του «σοκ και δέος» βιώνουν οι έλληνες και οι ευρωπαίοι εργαζόμενοι, οι οποίοι βρίσκονται σε φάση ανασύνταξης των δυνάμεων τους, ανάπτυξης μαχητικών αγώνων και αναψηλάφισης προοδευτικών δρόμων εξόδου από την κρίση και ανατροπής του «νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού» με προοπτική το σοσιαλισμό.
Τα όνειρα παίρνουν εκδίκηση
Όπως όλα τα θαύματα έτσι και το «θαύμα» του νεοφιλελευθερισμού (του καπιταλισμού της αυτορύθμισης χωρίς κρίσεις και αντιθέσεις) κράτησε μόνο τρεις μέρες, έστω κι αν ήταν δεκαετίες. Όταν πέθανε ο Φρίντμαν το 2006 σε ηλικία 94 ετών, το περιοδικό Fortune έγραψε ότι «το ρεύμα της ιστορίας ήταν μαζί του». Ωστόσο ο μύθος δεν κράτησε ούτε ένα χρόνο. Η φωτιά της χρηματοπιστωτικής κρίσης που άναψε το καλοκαίρι του 2007 στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε γρήγορα σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες σηματοδοτώντας μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις του καπιταλισμού, γεγονός που σήμανε τη νεκρώσιμη καμπάνα του νεοφιλελευθερισμού. Έτσι η ιστορία επανέφερε στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα μήνα μετά το θάνατο το Μίλτον Φρίντμαν, το Δεκέμβριο 2006, οι ηγέτες της Λατινικής Αμερικής συναντήθηκαν στην πόλη Κατσαμπάμπα της Βολιβίας, όπου πριν αρκετά χρόνια μια λαϊκή εξέγερση εναντίον της ιδιωτικοποίησης του νερού, είχε εξαναγκάσει την πολυεθνική Bechtel να φύγει από τη χώρα.
Ο μαρξιστής πρόεδρος Μοράλες άνοιξε τις εργασίες της διάσκεψης με την υπόσχεση ότι έχει έλθει η ώρα να κλείσουν «οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής». Επρόκειτο για μια μνεία στο βιβλίο του Εδουάρδο Γκαλεάνο, μια λυρική αφήγηση της βίαιης καταλήστευσης που μετέτρεψε μια πλούσια ήπειρο σε φτωχή. Σήμερα οι χώρες της Λατινικής Αμερικής (Βενεζουέλα, Βολιβία, Ισημερινός, Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουα) και από δίπλα η Κούβα) εφαρμόζουν σχέδια που ανακόπηκαν βίαια με τις λόγχες των όπλων στο παρελθόν, προωθώντας προοδευτικούς μετασχηματισμούς με ριζοσπαστικό-σοσιαλιστικό προσανατολισμό στα πλαίσια της «Μπολιβαριανής Πρωτοβουλίας» (ALBA), για τη δημιουργία μιας οικονομικής ένωσης όλων των χωρών του Νότιου Κώνου. Πρόκειται για μια ένωση που βρίσκεται στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης ζώνης ελευθέρου εμπορίου (NAFTA) που προωθούν οι ΗΠΑ στην αμερικάνικη ήπειρο, την πιο προωθημένη αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η ιστορία δεν έχει πει ακόμα τον τελευταίο της λόγο κι αυτός σίγουρα δεν θα είναι ο «λόγος» του νεοφιλελευθερισμού.
Αδύναμες πλευρές του βιβλίου, δεν μειώνουν τη σημασία του
Αξιολογώντας συνολικά το βιβλίο της Ναόμι Κλάϊν, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει τη σημαντική προσφορά του στη σύγχρονη ιδεολογική διαπάλη με το νεοφιλελευθερισμό. Ωστόσο από την άποψη της «εναλλακτικής λύσης», η φερέγγυα απάντηση δεν βρίσκεται στην επιστροφή στον «ρυθμιζόμενο καπιταλισμό» των κεϋνσιανών δογμάτων, παρ’ ότι διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα στο κοινωνικό πεδίο. Ξεκινώντας από την αναγκαιότητα του ελέγχου και ρύθμισης των αγορών, της δικαιότερης κατανομής εισοδήματος και πλούτου, την τόνωση της ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης, μια πολιτική προοδευτικής εξόδου από την κρίση πρέπει να δίνει προοπτική στη κίνηση των σύγχρονων κοινωνιών προς το σοσιαλισμό και την υπέρβαση συνολικά του καπιταλισμού ως κοινωνικο-ιστορικού σχηματισμού. Ο Κάμερον πίστευε ότι μοναδικός τρόπος να διδάξει στους ασθενείς νέες υγιείς συμπεριφορές ήταν να διεισδύσει στο μυαλό τους και να «σπάσει τα παλιά, παθολογικά νοητικά σχήματα», με πρώτο βήμα την αποδόμηση της προσωπικότητας τους, μετατρέποντας το μυαλό τους σε ένα «λευκό πίνακα» (tabula rasa) πάνω στον οποίο μπορούσε να ξαναγράψει τους σωστούς κώδικες συμπεριφοράς, με τη χρήση παρατεταμένων και αλλεπάλληλων ηλεκτροσόκ. Το αποτέλεσμα των πειραμάτων ήταν η απώλεια μνήμης και η «παλινδρομική» συμπεριφορά (έντονες μεταπτώσεις, απώλεια αίσθησης περιβάλλοντος, παλιμπαιδισμός κά), ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι ασθενείς ξέχασαν ακόμα πώς να βαδίζουν και να μιλάνε. Όταν είχε επιτευχθεί η πλήρης αποδόμηση της προσωπικότητας άρχιζε η ψυχική καθοδήγηση με τη μετάδοση ηχογραφημένων μηνυμάτων καλής συμπεριφοράς. Οι ασθενείς σε κατάσταση σχεδόν φυτού εξ’ αιτίας των ηλεκτροσόκ και ψυχοφαρμάκων, ήταν υποχρεωμένοι να ακούνε τα μηνύματα για δεκαέξι με είκοσι ώρες καθημερινά επί βδομάδες.!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου